Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Κατ’ αρχάς, ας συμφωνήσουμε ότι η πίεση για ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα είναι «προαπαιτούμενο-φετίχ» των δανειστών, που γκρινιάζουν από καταβολής Μνημονίων στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι δεν δείχνουν τον προσήκοντα ζήλο στην υλοποίησή τους. Νωπά είναι τα επεισόδια με τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ, το «ψυχόδραμα Σκουρλέτη» και το στήσιμο της ελληνικής κυβέρνησης για άλλη μία φορά στον τοίχο της αξιολόγησης – με τα χέρια ψηλά.
Ας υποθέσουμε όμως προς στιγμήν ότι η Ελλάδα ρυθμίζει κάπως τις δόσεις του χρέους της, καταφέρνει να βγει αξιοπρεπώς στις αγορές και γενικά είναι λιγότερο ευεπίφορη στους εκβιασμούς. Θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να «τρέξει» έτσι κι αλλιώς τις παραπάνω ιδιωτικοποιήσεις βάσει του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου αξιώματος ή θα τη συνέφερε να τις βάλει στο ράφι;
Την απάντηση πιστεύουμε ότι δίνει ο χειρισμός ανάλογων προβλημάτων στη Γερμανία, μια χώρα με ελεύθερη μεν οικονομία, αλλά χωρίς επιτροπεία και εξάρτηση από ελεγχόμενο εκβιαστικό δανεισμό για την κάλυψη των στοιχειωδέστερων αναγκών της.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Για το νερό έχουμε τα αποτυχημένα πειράματα ιδιωτικοποίησης των δικτύων σε Βερολίνο, Λονδίνο και Παρίσι, που αντιστράφηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Το 1999 πέρασαν σε ιδιώτες το 49,9% και το μάνατζμεντ της εταιρίας ύδρευσης της γερμανικής πρωτεύουσας έναντι τιμήματος αντίστοιχου με 1,6 δισ. ευρώ. Υπήρχαν όμως και «κρυφές ρήτρες», που εξασφάλιζαν στους επενδυτές των εταιριών RVA και Veolia «εγγυημένη κερδοφορία». Αυτό είχε συνέπεια να αυξηθούν μεμιάς οι λογαριασμοί 30%, να υποβαθμιστεί η ποιότητα του νερού και να απολυθούν 2.000 εργαζόμενοι. Υστερα από μακροχρόνιες κινητοποιήσεις και αφού 660.000 Βερολινέζοι υπέγραψαν υπέρ της επαναδημοτικοποίησης του νερού, το 2011 οι ξένοι επενδυτές πήγαν στο καλό αφού αποζημιώθηκαν με 2,7 δισ. ευρώ. Ποτέ οι συνδημότες της Ανγκελα Μέρκελ δεν μετάνιωσαν για την απόφασή τους.
Ο πρόσφατος εκβιασμός του Σόιμπλε στην Ελλάδα («μεταρρυθμίσεις ή Grexit») περιστρέφεται πρώτα και κύρια γύρω από την ιδιωτικοποίηση της ελληνικής δημόσιας περιουσίας, για χάρη της οποίας ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πήγε να τα τινάξει όλα τον Ιούλιο του 2015.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι απέναντί του, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ίσως να είναι ο μόνος Γερμανός πολιτικός που υπερασπίζεται με το ίδιο σθένος τις ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα του, παρότι δεν τις θέλει κανείς! Ο ίδιος Σόιμπλε, που αρνείται πεισματικά να εγκρίνει δημόσιες επενδύσεις για τη συντήρηση και την επισκευή του πεπαλαιωμένου γερμανικού οδικού δικτύου -το οποίο, σύμφωνα με επίσημη έκθεση του 2012, χρειάζεται έργα 300 δισ. ευρώ από το 2016 έως το 2045-, προσπάθησε να δώσει τους περίφημους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους (autobahn) σε ιδιώτες έναντι 300 δισ. ευρώ για 30 χρόνια! Το 74% των Γερμανών διαφώνησε με αυτή την ενέργεια, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Νοεμβρίου, ενώ ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, και οι κυβερνήσεις των περισσότερων από τα 16 κρατίδια της Γερμανίας έθεσαν βέτο στη συνεκμετάλλευση των αυτοκινητοδρόμων από ιδιώτες «για να μη γίνουν απολύσεις!».
Καημένε Βόλφγκανγκ, κανείς δεν σε καταλαβαίνει σε αυτή την Ευρώπη-φωλιά λαϊκιστών και τεμπέληδων του Δημοσίου! Παρηγορήσου, όμως. Ουδείς προφήτης στον τόπο του…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής