Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
[…] Τότε άρχισε να παίζει το τραγούδι μου, το οποίο ήταν μεγάλο σουξέ. Τότε λέει ο διερμηνέας για μένα “αυτός είναι ο συνθέτης αυτού του τραγουδιού”. Πετάγονται αμέσως όλοι όρθιοι. Oταν ξεκίνησε για πρώτη φορά την εκπομπή του ο σταθμός “Αβάνα Λίβρε” άρχισε με αυτό το τραγούδι. Λούνα Ντε Μιέλ. Είναι γραμμένο. Αυτοί ήταν ξετρελαμένοι. Μου λένε “κάτσε εδώ, δεν θα πας πουθενά”. Μου λέει ο Τσε Γκεβάρα “αύριο θα σε πάρω να πάμε μαζί στα βουνά που έχει ωραίο καιρό”. Και έτσι άρχισε εκείνη η φιλία. Γνώρισα τον Τσε Γκεβάρα, ο λαός εκεί βέβαια είναι λίγο βαρύς. Eρχεται ένας χωριάτης και μου δίνει ένα τεράστιο πούρο, λέει “κάπνισε”. Αλλά μου άρεσε. Μετά πήγαμε στο βουνό, καθίσαμε μια εβδομάδα να δούμε τι έκανε η Επανάσταση και το βράδυ πηγαίναμε σε μέρη όπου χόρευαν οι νέοι. Ο Τσε έλεγε έχουμε “εδώ μέσα έχουμε τον φίλο μου που έγραψε αυτό το τραγούδι”…».
ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να υπάρξει καλύτερος πρόλογος από τα ίδια τα λόγια του Μίκη Θεοδωράκη, έτσι όπως τα αφηγήθηκε σε παλαιότερη συνομιλία του με τον Ιάσονα Πιπίνη και την Αναστασία Καραπατσιά (για το americalatina.com.gr). Τον Μίκη Θεοδωράκη, λοιπόν, που αποθεώθηκε στην Κούβα από τον Κάστρο και τον Γκεβάρα, αμφισβήτησαν κάποιοι επειδή… τόλμησε να ασκήσει κριτική στον Αλέξη Τσίπρα για το ταξίδι στην Αβάνα και για την πολιτική χαμαιλέοντα που ακολουθεί. Τι αμφισβήτησαν αλήθεια; Το δικαίωμά του να επικρίνει και να κατακρίνει ή την ιστορία του; Θα το έπρατταν αυτό, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, και για τον Μανώλη Γλέζο;
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ η Κουβανική Επανάσταση δεν ήταν κάτι που διδάχθηκε από τους καθοδηγητές του κόμματος στη ραστώνη κάποιου αμφιθεάτρου. Ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν αφίσες στο δωμάτιό του, ήταν προσωπικοί του φίλοι και τους συνέδεε αμοιβαίος σεβασμός. Για αυτό και θύμωσε βλέποντας τον Αλ. Τσίπρα να μιλά στην πλατεία της Επανάστασης. «Το παίζεις επαναστάτης κι όταν γυρίσεις, ξαναγίνεσαι αυτό που ήσουν, το παιδί που κάνει τα θελήματα της Μέρκελ», έγραψε στην τελευταία του επιστολή, πριν του δώσει ραντεβού στα Γουναράδικα.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ανάλυση, αν κάποιοι δικαιούνται να κρίνουν περισσότερο τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τους άλλους –στις Δημοκρατίες όλοι έχουν αυτό το δικαίωμα- είναι οι αριστεροί. Εκείνοι που πίστεψαν και υποστήριξαν με τη δύναμη του ονόματος και των αγώνων τους αυτά που πρέσβευε ο προεκλογικός Τσίπρας και οι σύντροφοί τους. Ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με μεγέθη όπως ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος, αν συμμεριζόμαστε τις απόψεις τους για εντός ή εκτός ευρώ ή αν έχουμε κοινή άποψη για το τι σημαίνει αγώνας στον 21ο αιώνα. Προφανώς δεν σημαίνει παίρνω τα όπλα και ανεβαίνω στο βουνό, ούτε τινάζω κατακτήσεις και πρόοδο που έχουν κατακτηθεί με μεγάλες θυσίες στο πέρασμα των δεκαετιών. Διότι αυτό θα συνέβαινε αν η Ελλάδα διάλεγε το δρόμο εκτός Ευρώπης.
ΩΣΤΟΣΟ, όταν επιλέγεις να πατάς σε δύο βάρκες, εξαπατώντας συνειδητά και τις δύο πλευρές, τότε καταλήγεις να υπηρετείς δύο αφεντάδες και ένα υβρίδιο: Μια μεταλλαγμένη κυψέλη ιδεών στην οποία δεν επιβιώνει ούτε ο σοσιαλισμός ούτε ο φιλελευθερισμός, όσες δόσεις «κοινωνικού προσώπου» κι αν βάλεις στο καθένα από αυτά. Στη θέση τους γεννώνται επικίνδυνες σχέσεις προς χάριν της εξουσίας, όπως με τους ΑΝ.ΕΛ. ή, ακόμα χειρότερα, «κοινές» εμφανίσεις με βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ και Χ.Α. όπως έγινε στο Καστελλόριζο και στη Ρω.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΙΠΑΝ πως ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε στη ζωή του αρκετές πολιτικές «βόλτες», άρα θα πρέπει να είναι επιεικής όταν καταλογίζει στους άλλους ιδεολογικές υποχωρήσεις. Ετσι είναι, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Ο Θεοδωράκης, επειδή έζησε την εποχή των μεγάλων συγκρούσεων, κατανόησε βαθιά την ανάγκη της μεγάλης συμφιλίωσης. Και μάλλον αυτό έψαχνε πάντα, από τον Καραμανλή μέχρι τον Μητσοτάκη και, στο τέλος, τον Τσίπρα. Τη συμφιλίωση και όχι το διχασμό, γιατί μέσα του εμπεριέχει -όπως έλεγε ο Χατζιδάκις- και τον αριστερό και τον δεξιό, με τον πρώτο να υπερισχύει. Για αυτό και η προδοσία που νιώθει τώρα από αυτούς που θεωρούσε ομοϊδεάτες πονάει περισσότερο.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής