Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Τα κάπνιζε σε 24 ώρες. Η διάγνωση έγινε Οκτώβρη και νοσηλεύτηκε στον «Αγιο Σάββα». Την πρώτη εβδομάδα που με πήγε η μητέρα μου να τον δω, ήταν σχεδόν μαύρος. Θυμάμαι ακόμη κάτι λέξεις που άρπαξα όπως «βόμβα κοβαλτίου», «τον έκαψε». Πριν από λίγα χρόνια ζήτησα και με έβαλαν στο Δ.Σ. του νοσοκομείου -εννοείται ότι μόλις ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ με άλλαξε- για να βοηθήσω -έκανα ό,τι μπορούσα- αλλά και για να ξεπεράσω όσα «κουβαλούσα». Δεν ρώτησα ποτέ κανέναν ακτινοθεραπευτή τι σήμαιναν αυτές οι δυο λέξεις «βόμβα κοβαλτίου» , «έχει καεί». Μπορεί να μου έχουν αποτυπωθεί και λάθος.
Τον Νοέμβρη γύρισε ο πατέρας μου στο σπίτι. Συγγενής μας είπε στη μητέρα μου -ήταν 37 ετών- ότι άκουσε για κάποιον ο οποίος είχε βρει το φάρμακο για τον καρκίνο. Πως ήταν σπουδαίος. Πως έδειχνε ασθενείς που είχαν γιατρευτεί. Πως θα μπορούσε να έρθει για μια επίσκεψη στο σπίτι να τον δει και θα αποφάσιζε αν μπορούσε κάτι να κάνει, γιατί ήταν πολύ έντιμος… Αυτά τα πήρε το αφτί μου κατά λάθος, όπως συμβαίνει όταν το… παιδί είναι περίεργο.
Ηρθε ο κύριος στο σπίτι. Δεν μου άρεσε καθόλου. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι αντί για μαλλιά φύτρωναν κάτι κόκκινες «συστάδες» τριχών στο κεφάλι του. Κλείστηκε στο δωμάτιο του πατέρα μου με τη μητέρα και τον συγγενή μας. Και άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Είχα καρκίνο στη γλώσσα. Ανακάλυψα το φάρμακο κι έγινα καλά». Ως εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μιλούσε στον πατέρα μου για την ασθένειά του. Αν και ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, νομίζω ότι απωθούσε την ιδέα του αναπόφευκτου. Τότε ο καρκίνος ήταν συνώνυμος με τον θάνατο γι’ αυτό όσοι αναφέρονταν στον καρκίνο τον έλεγαν «ξορκισμένο» κι έφτυναν τον κόρφο τους ή χτυπούσαν ξύλο.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Η καημένη η μητέρα μου γνωρίζοντας ότι ο πατέρας ήταν στο τελευταίο στάδιο δέχθηκε τη «θεραπεία»: Την έβλεπα τρεις φορές την ημέρα να ανακατεύει ταχίνι -από τότε το σιχαίνομαι- με μέλι και μετά να στάζει από ένα μπουκαλάκι με μοβ υγρό δεκαπέντε σταγόνες. Πλήρωνε στον «γιατρό» κάθε μπουκαλάκι μία χρυσή λίρα. Καταλάβαινα ότι ήταν απάτη. Νομίζω ότι κι εκείνη το ήξερε. Αλλά θα έκανε οτιδήποτε που μπορούσε να της δώσει μία ελπίδα. Ο πατέρας μου έφυγε τον Ιανουάριο και ο «γιατρός» είχε προφτάσει να πουλήσει πέντε θαυματουργά μπουκαλάκια. Κι όμως, οι γονείς μου ήταν έξυπνοι άνθρωποι! Ποιος ξέρει πόσες άλλες οικογένειες ξόδεψαν τις οικονομίες τους για να πληρώσουν το μοβ μπουκαλάκι. Αργότερα διάβασα τον «Ζητιάνο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, διαπιστώνοντας ότι πάντα υπάρχει ένας «Τζιριτόκωστας»…
Αυτό που βίωσα στα εννέα μου χρόνια μού ξανάρθε στον νου με το «νερό του Καματερού», το 1975. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο δημοσιογράφος Γιάννης Καψής, διευθυντής τότε των «ΝΕΩΝ», πίστευε ότι το νερό του Καματερού θεράπευε τον καρκίνο. Μάλλον ο ανταγωνισμός των εφημερίδων τον οδήγησε να κάνει «πρωτοσέλιδα» με τον απατεώνα Καματερό που σε ανοικτές πλατείες μοίραζε το «μπουκαλάκι» με το θαυματουργό νερό. Της… ΟΥΛΕΝ, να υποθέσω.
Και τώρα ήρθε ο «γιατρός Κοντός». Εδώ έφαγε εκατομμύρια από επώνυμο επιχειρηματία -που τον θεωρούσαν «ξύπνιο» στην πιάτσα- και δεν θα ψάρευε θύματα σε εκκλησιές και μοναστήρια και προθαλάμους νοσοκομείων; Τον πίστεψαν και σταμάτησαν τη θεραπεία νεοπλασίας σε νέα παιδιά και σε μεγάλους ανθρώπους. Αυτός ζούσε ζωή χαρισάμενη. Τουλάχιστον τώρα οι οικογένειες των θυμάτων κατέφυγαν στην Αστυνομία. Τουλάχιστον θα σταματήσει την καριέρα του «ο γιατρός Κοντός». Αναρωτιέμαι πόσοι ακόμη «Κοντοί», πόσοι ακόμη με «κόκκινες συστάδες μαλλιών» κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Αναρωτιέμαι τι μπορεί να κάνει το κράτος για να προστατέψει τον πολίτη από Τζιριτόκωστες, Κοντούς και «κόκκινες συστάδες μαλλιών». Νομίζω τίποτε. Ο,τι και να γράψω. Ο,τι και να γράψουμε. Δεν πρόκειται για αμάθεια. Δεν πρόκειται για αφέλεια. Είναι η απελπισία για τον άνθρωπο που αγαπάς και τον χάνεις που πάντα θα προμηθεύει θύματα στους λογής απατεώνες…
Από την έντυπη έκδοση