Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
«H Τέχνη δεν ερμηνεύεται ούτε με πολιτικά ούτε με καλλιτεχνικά μανιφέστα. Oι σχολές, τα υλικά, οι τεχνοτροπίες, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, οι συζητήσεις, οι φιλοσοφίες και τα κείμενα ασχολούνται μόνο με τα ερεθίσματα που δημιουργούν την Τέχνη… Tην ίδια όμως τίποτε απολύτως δεν την ερμηνεύει. H Τέχνη είναι κάτι πολύ απλό και ο καλλιτέχνης ένας σοφός. Σοφή και η γιαγιά του απέναντι διαμερίσματος, σοφός -καθόλου απίθανο- και ο πρόεδρος της Aκαδημίας… H Τέχνη δεν στρατεύεται αλλά ανήκει στους αθώους, είτε αυτοί βρίσκονται στη φυλακή είτε πρόκειται για τον αυστηρό διευθυντή της απέναντι επιχείρησης».
Το ανερμήνευτο της Τέχνης από πολιτικά και καλλιτεχνικά μανιφέστα, η σύγκριση του σοφού καλλιτέχνη με τη σοφή γιαγιά του απέναντι διαμερίσματος και τον σοφό πρόεδρο της Ακαδημίας -η παρατήρησή του «καθόλου απίθανο» με διασκέδασε πολύ-, η μη στρατευμένη Τέχνη που ανήκει στους αθώους, φυλακισμένο και αυστηρό διευθυντή, στάθηκε ο πυρήνας της συζήτησής μας.
Αλλά πώς, αλήθεια, ο σοφός καλλιτέχνης εξομοιώνεται με τη γιαγιά του απέναντι διαμερίσματος, πώς η Τέχνη δεν στρατεύεται, όταν ο καλλιτέχνης είναι στρατευμένος… Ο Μυταράς, άριστος δάσκαλος, χρησιμοποιώντας αυτά τα παραδείγματα απαιτούσε την ταπεινοφροσύνη, την αντίληψη της κοινωνικής ισότητας, το βαθύ αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αρετές και αξίες που πρέπει να διέπουν την καθημερινότητα του καλλιτέχνη. Απέρριπτε τη φιλαυτία «που αποξενώνει τον καλλιτέχνη και τη φιλοχρηματία που τον κάνει δούλο».
Η Τέχνη, που στη χρήση της -ή την κατάχρησή της- μπορεί να περιλάβει από τον συνθέτη λαϊκών ασμάτων -που θεωρητικά συνοδοιπορεί με τον Σούμπερτ, που στη σύντομη ζωή του συνέθεσε 600 αριστουργηματικά Lieder, δηλαδή ρομαντικά τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα σαλόνια αλλά και οι ερωτευμένοι- και από την καλαισθησία του Σκόπα ως τα φωτοτεχνικά του Αντωνάκου, επιδέχεται μεγάλη συζήτηση: Κάθε εποχή και οι δημιουργοί της.
Για τους πολλούς θα φαίνεται ακατανόητο πώς δημιουργοί μπορεί να μην είναι «σοφότεροι» από τη γιαγιά του απέναντι διαμερίσματος. Το 1979, ο Μάνος Χατζηδάκης, στο Τρίτο Πρόγραμμα, παρουσίασε τον Φλωρινιώτη, την εποχή που η Ελλάδα τραγουδούσε με αφέλεια το «Πειράζει που είμαι μεγάλη φίρμα»! «Ο Φλωρινιώτης είναι πλασμένος από το υλικό ενός μεγάλου τραγουδιστή», δήλωσε ο Χατζιδάκις, «αλλά δεν το γνωρίζει». Η θύελλα των αντιδράσεων στο Τρίτο Πρόγραμμα ενθουσίασε τον Μάνο. Ιδιαίτερα εκείνες που συμπορεύτηκαν από αριστερά με την άκρα δεξιά. Ενοχλούσε αφόρητα τον μέγιστο Χατζιδάκι η τέχνη να ερμηνεύεται με την ευτέλεια των κομματικών μανιφέστων και των καλλιτεχνικών ύβρεων.
Ο Μυταράς αναγνώριζε προνόμια στους καλλιτέχνες. Προνόμια που εξασφάλιζε η αφοσίωση στην Τέχνη. Το προνόμιο της ελευθερίας, της σκέψης, της έκφρασης με τα χρώματα αλλά και της κοινωνικής συμμετοχής. Οι επώνυμοι μπορούν να απαιτούν προνομιακή μεταχείριση; Ηταν για αυτόν αδιανόητο. Ο σεβασμός που κερδίζει ο καλλιτέχνης πρέπει να οφείλεται στο έργο του και όχι γιατί εκθέτει τη ζωή του στην αδηφάγα περιέργεια που τρέφεται από την ισοπέδωση, την αδιακρισία, το εγώ και την υπεροψία του καλλιτέχνη. «H Τέχνη δεν έχει σχέση με το μάρκετινγκ, τους πλειστηριασμούς και τιμές – όλα αυτά είναι ξένα σώματα».
«Στην Ελλάδα η υπερφίαλη συμπεριφορά θαυμάζεται ως ελευθερία του καλλιτέχνη. Αλλά δεν έχουν οι καλλιτέχνες περισσότερα δικαιώματα από τον μανάβη που βλέπω από το παράθυρο, στη Δημοκρίτου», έλεγε ο Τέτσης. Αυτοί οι μανάβηδες πρωταγωνιστούν στο εμβληματικό έργο του «Λαϊκή Αγορά» που θα εκτίθεται ολόκληρη στην υποδοχή της νέας Εθνικής Πινακοθήκης.
Ο Μυταράς, εξαίσιος συνομιλητής, που σε συνέπαιρνε με τις ιδέες του, τον ιδεαλισμό του, την άκρα ευαισθησία του, την τρομερή επιθυμία του για ζωή, κρίνοντας καλλιτεχνικές συμπεριφορές γυρνούσε στην τελευταία στροφή από τον «Δαρείο» του Καβάφη:
«…το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος…»
Από την έντυπη έκδοση