Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το πρόβλημα είναι σοβαρό και για τους ίδιους τους εργαζόμενους αλλά και για το σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παραοικονομία στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 30,2% του ΑΕΠ, καλύπτοντας ένα ποσό άνω των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, αυξημένη σε σχέση με το 2000.
Ενα σημαντικό μέρος της «σκιώδους» οικονομίας αφορά την αγορά εργασίας. Πρόσφατα διαπιστώσαμε ότι αρκετοί επαγγελματίες του πολιτισμού βρέθηκαν εκτός ενισχύσεων γιατί δεν είχαν κάποια σύμβαση εργασίας που να μπορεί να στηρίξει το δικαίωμα της λήψης των ποσών. Υπάρχουν πολλές ακόμη κατηγορίες εργαζομένων που απασχολούνται χωρίς να φαίνονται πουθενά, άλλοτε γιατί το θέλουν οι ίδιοι και άλλοτε γιατί πιέζονται παρανόμως από τους εργοδότες.
Για παράδειγμα οι γυναίκες που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό σπιτιών αμείβονται κατά κανόνα χωρίς κανένα παραστατικό σε βάρος και της δικής τους ασφάλισης αλλά και των δημόσιων ταμείων. Το ίδιο συμβαίνει με τους εκπαιδευτικούς που παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα, με τους εργάτες γης ή το εποχικό προσωπικό που απασχολείται σε θερινές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων και των πολιτιστικών δράσεων.
Αυτό πρέπει να αλλάξει και η βασική μεταρρύθμιση που δεν μπορεί να περιμένει άλλο είναι η ένταξη της «σκιώδους οικονομίας» στην επίσημη αγορά εργασίας. Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες, πώς θα υποχρεωθεί ένας καθηγητής ιδιαίτερων μαθημάτων να εκδώσει απόδειξη για τις υπηρεσίες του όταν μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις απαγορεύεται, εφόσον διδάσκει σε δημόσιο σχολείο; Απάντηση στον γρίφο της μαύρης απασχόλησης μπορεί να δοθεί μέσω ενός συστήματος «φθηνών εργόσημων» με κίνητρα τόσο για αυτόν που θα λαμβάνει τις υπηρεσίες όσο και για τους επαγγελματίες που θα τις προσφέρουν. Ο θεσμός του εργόσημου που εισήχθη στις αρχές της κρίσης έχει ατονήσει, όμως εάν αναμορφωθεί θα αποτελέσει τον μοχλό για τον περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας, εκεί όπου πραγματικά ο έλεγχος δεν είναι εφικτός.
Ο RFK Jr της Ρουμανίας
Εάν, για παράδειγμα, προβλεφθεί μία χαμηλή εισφορά για τους επαγγελματίες που θα εκδίδουν το εργόσημο και μία σημαντική φορολογική απαλλαγή για όσους λαμβάνουν τις υπηρεσίες τότε θα δημιουργηθεί ένα διπλό κίνητρο για μείωση της μαύρης εργασίας. Τα έξοδα για ιδιαίτερα μαθήματα (όπως και τα αντίστοιχα για φροντιστήρια) ή οι δαπάνες για οικιακές εργασίες (από καθαρισμούς μέχρι ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες όπου και εκεί ανθούν οι αδήλωτες συναλλαγές) θα μπορούσαν να αναγνωρίζονται από την Εφορία και να επιφέρουν μειώσεις φόρων.
Με αυτό τον τρόπο οι «αόρατοι» εργαζόμενοι θα ενταχθούν στην επίσημη αγορά, θα αποκτήσουν ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα και δεν θα τους «ψάχνει» το επίσημο κράτος για να τους ενισχύσει, όπως συνέβη τώρα με την πρόσφατη κρίση, όπου οι περισσότεροι έμειναν χωρίς ευρώ.
Παράλληλα τα ασφαλιστικά ταμεία θα εισπράξουν κάποια έσοδα, που έως σήμερα δεν έχουν, η αγορά εργασίας θα διευρυνθεί, ενώ και το υπουργείο Οικονομικών θα έχει πλήρη εικόνα των εργαζομένων. Με την πτώση των εισοδημάτων και την υψηλή ανεργία απαιτείται η θέσπιση κινήτρων για την αντιμετώπιση της μαύρης εργασίας. Η πανδημία του κορονοϊού ανέδειξε την ανάγκη να υπάρχει πρόνοια για εργαζόμενους που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο και πρέπει να ενταχθούν ώστε να υπάρχουν ίδιοι κανόνες και ίδια οφέλη για όλους. Και για τους εργαζόμενους και για τα δημόσια ταμεία.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση