Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Οταν ήρθαν τα Μνημόνια και πέσαμε όλοι από τα σύννεφα της κανονικότητας στην εμπόλεμη ζώνη της οικονομικής κρίσης, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε γιατί τόσες δεκαετίες δεν είχαμε φροντίσει μόνοι μας να διεκδικήσουμε αυτά που οι άλλοι μας επέβαλαν. Δεν εννοώ τη μείωση των συντάξεων και των μισθών, διότι αυτά αποφασίστηκαν επειδή δεν είχαν προηγηθεί τα άλλα: Ενα σταθερό φορολογικό σύστημα, πιο ευέλικτο Δημόσιο, καταπολέμηση της διαφθοράς, μείωση της γραφειοκρατίας, ανάπτυξη της υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, πάταξη των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Τώρα, με την επιδημία του κορονοϊού δαπανήσαμε πολύτιμο χρόνο σκέψης και αντίδρασης, διότι η κοινή γνώμη έπρεπε να πειστεί ότι οφείλει να ακούει τους επιστήμονες και όχι τους ιερείς στα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία. Επρεπε να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας και να το πει με διάγγελμα προς το λαό, για να πειστούν ακόμα και βουλευτές. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια έπρεπε να καταβληθεί για να γίνει κατανοητό ότι με ένα κρυολόγημα δεν πάμε στο νοσοκομείο.
Μένει ώσπου να φύγει…
Η πίεση της δευτεροβάθμιας Υγείας στην Ελλάδα, η πίεση δηλαδή που δέχονται τα νοσοκομεία της χώρας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι δεν έχουμε ανεπτυγμένες υποδομές πρωτοβάθμιας (με διαχρονική ευθύνη των κυβερνήσεων) αλλά και όπου υπάρχει, οι πολίτες δεν την προτιμούν, διότι αισθάνονται «ασφαλέστεροι» στα νοσοκομεία. Ποιο από τα δύο, το κράτος ή οι πολίτες, φταίει περισσότερο, μοιάζει με το ερώτημα αν το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό.
Στα αυτονόητα που ποτέ δεν καταλάβαμε είναι και η υπακοή στους κανόνες. Η δημόσια έκκληση της Πολιτείας για αυτοπεριορισμό στις μετακινήσεις δεν ακούστηκε από την πλειονότητα των πολιτών. Ισως να θεωρήθηκε ως «πλήγμα των ατομικών ελευθεριών» από όλους εκείνους που δεν κατάλαβαν ότι η ελευθερία μας τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Και αποφασίστηκε το μαζικό λουκέτο. Για το καλό μας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου