Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
«ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ καμιά δουλειά με την Ελλάδα. Ας αφήσουμε τη Γερμανία να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, που άλλωστε το γνωρίζει καλύτερα. Ή ακόμα και τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τη Ρωσία. Αυτοί μπορούν να χειριστούν την κατάσταση», είχε πει σε συνέντευξή του. Προεκλογικά φυσικά. Και όπως πολύ σωστά αναρωτιούνται οι «Financial Times», μπορεί να είναι διαφορετικός ο υποψήφιος από τον πρόεδρο; Μπορεί, αρκεί να καταλάβει πως η πολιτική δεν είναι επιχείρηση και one man show, αλλά μια ιστορία αμοιβαίων συμβιβασμών και διπλωματικών ελιγμών. Θα το καταλάβει εγκαίρως; Ο πλανήτης εμφανίζεται διχασμένος, με τους απαισιόδοξους να προφητεύουν πως θα είναι δύσκολο να εξαφανιστεί ο εκρηκτικός, αλλοπρόσαλλος και λαϊκιστής Ντόναλντ Τραμπ και τους αισιόδοξους να εκτιμούν πως θα επικρατήσει η λογική του συστήματος. Με λίγα λόγια, πως δεν θα τον αφήσουν να «πατήσει το κουμπί».
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
ΕΙΝΑΙ ΝΩΡΙΣ, πάρα πολύ νωρίς για να διακινδυνέψει κάποιος να στοιχηματίσει υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς και ακόμα νωρίτερα για εμάς τους Ελληνες να καταλάβουμε πόσα χάνουμε από την εκλογή Τραμπ. Για αυτό ίσως το πιο συνετό απέναντι στο φαινόμενο Τραμπ να είναι η πολιτική οχύρωση της Ευρώπης και του κάθε κράτους χωριστά. Εχει πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσουν στην πορεία παραδοσιακοί σύμμαχοι όπως είναι η δημοκρατική Γαλλία και βέβαια ποια θα είναι η στάση της κραταιάς Γερμανίας. Ενα καλό δείγμα έδωσε με τις πρώτες δηλώσεις της η Ανγκελα Μέρκελ, τονίζοντας πως θα συνεργαστεί με τον Ντόναλντ Τραμπ, στη βάση όμως συγκεκριμένων αξιών, όπως είναι η δημοκρατία, η ελευθερία, ο σεβασμός του κράτους δικαίου, η αξιοπρέπεια ανεξαρτήτως καταγωγής, χρώματος, θρησκείας, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή πολιτικών απόψεων.
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ μπορεί να είναι υπερδύναμη, ωστόσο ούτε τα οικονομικά της είναι ισχυρά ούτε οι παγκόσμιες συμμαχίες είναι αυτές που ήταν κάποτε. Το φλερτ του Τραμπ με τον Πούτιν ή τον Ερντογάν μπορεί να ανησυχεί κάποιους, αλλά όσο και αν βρυχώνται και οι τρεις τους έχουν ανάγκη την Ευρώπη είτε ως «κυματοθραύστη» στο κινεζικό τσουνάμι είτε για τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές τους. Βέβαια, εκτός από τη «γηραιά ήπειρο» οφείλουν να «οχυρωθούν» και οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Ο γνωστός σκηνοθέτης, ακτιβιστής και πολέμιος της πολιτικής του Τραμπ, Μάικλ Μουρ, γράφοντας για το τι πρέπει να γίνει την επόμενη ημέρα, καταλήγει σε μια σχετικά αισιόδοξη διαπίστωση:
«Η ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ των αγαπητών μας Αμερικανών προτίμησε τη Χίλαρι Κλίντον αντί του Ντόναλντ Τραμπ. Τελεία και παύλα. Εάν ξυπνήσατε σήμερα νομίζοντας ότι ζείτε σε μία καταδικασμένη χώρα, αυτό δεν ισχύει. Η πλειοψηφία των συμπολιτών μας ήθελε τη Χίλαρι, όχι τον Τραμπ. Ο μόνος λόγος που είναι πρόεδρος είναι η απαρχαιωμένη, παράλογη ιδέα του 18ου αιώνα περί Συμβουλίου Εκλεκτόρων. Μέχρι να την αλλάξουμε, θα συνεχίσουμε να έχουμε προέδρους που δεν ψηφίσαμε και δεν θελήσαμε. Ζείτε σε μία χώρα όπου η πλειοψηφία των πολιτών είπαν ότι πιστεύουν πως υπάρχει κλιματική αλλαγή, πως οι γυναίκες πρέπει να πληρώνονται το ίδιο με τους άντρες, πως θέλουν μια εκπαίδευση απαλλαγμένη από δίδακτρα, πως δεν θέλουν να εισβάλουμε σε άλλες χώρες, πως θέλουν αύξηση του βασικού μισθού και πως θέλουν ένα πραγματικά εθνικό σύστημα υγείας. Τίποτα απ’ αυτά δεν άλλαξε. Ζούμε σε μία χώρα όπου η πλειοψηφία συμφωνεί με τις προοδευτικές θέσεις. Απλώς δεν έχουμε την προοδευτική ηγεσία για να τις υλοποιήσει».
ΜΙΑ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΗ αισιοδοξία με μπόλικη δόση αντεπίθεσης, ίσως τελικά να είναι η απάντηση στο αμερικανικό όνειρο που κινδυνεύει να γίνει εφιάλτης. Και παρόλο που ο πλανήτης συμπάσχει μαζί τους, κανείς δεν φώναξε αυτή τη φορά «Je suis Americain».
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής