Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Καταρχήν, ο Μητσοτάκης απέδειξε ότι η ποιοτική, ήρεμη και διαλλακτική αντιπολίτευση που μεθόδευσε, απετέλεσε το κάλεσμα προς τις δεξαμενές ψηφοφόρων του Kέντρου. Αυτός ήταν και ο μόνος ασφαλής δρόμος για να οδηγήσει τη Ν.Δ. στην εξουσία. Πολλώ μάλλον όταν η αποβολή του Βαγγέλη Βενιζέλου από το ΚΙΝ.ΑΛ., στον κρίσιμο προεκλογικό χρόνο, έστειλε μικρό μεν αλλά αποφασιστικής σημασίας ποσοστό του Κέντρου στη Νέα Δημοκρατία.
Ταυτόχρονα, η επομένη των εκλογών δεν τον βρήκε να επαίρεται αυτάρεσκα για το εύρος της νίκης του. Η επιλεκτική πρόσκληση που απηύθυνε σε προσωπικότητες του προοδευτικού χώρου να αποτελέσουν μέλη της κυβέρνησής του κρίνεται ως οχυρωματική γραμμή τη στήριξή του από κεντρώες δυνάμεις. Αυτό το μοντέλο είχε εφαρμοστεί και επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Τώρα, οι πτέρυγες της Νέας Δημοκρατίας εξικνούμενες από τη συντηρητική αφετηρία, φτάνουν ως τις παρυφές της δήθεν πρώτης φοράς Αριστεράς, δημιουργώντας ένα κυβερνητικό σύστημα δυναμικό, αποτελεσματικό και ιδεολογικά καλά ισορροπημένο. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μητσοτάκης στην τετραετία θα επιτύχει όχι μόνο τον εκσυγχρονισμό της χώρας αλλά και θα ολοκληρώσει την ανασυγκρότηση της Κεντροδεξιάς στην οποία είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης.
Δεν φαίνεται να βιάζεται. Εκλογές δεν θα γίνουν πριν από τη συμπλήρωση της τετραετίας. Δεν έχει λόγο να παραβεί το Σύνταγμα, ενώ η ένταση της προεκλογικής προπαγάνδας θα σκότωνε την ευαίσθητη αισιοδοξία της οικονομίας. Αυτό θα απέβαινε μοιραίο για την ανάπτυξη που επιδιώκει δουλεύοντας νυχθημερόν.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Είναι αναμφισβήτητο ότι η στρατηγική Μητσοτάκη στριμώχνει τον Τσίπρα. Τον εξαναγκάζει να αναμοχλεύει παλιές μεθοδεύσεις συμπυκνούμενες στο σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Ωστόσο, η μεν Νέα Δημοκρατία όντας κυρίαρχη στον κεντροδεξιό χώρο δεν χρειάζεται να απαντήσει, η δε Αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστεί έννοια ασύμβατη με τις επιλογές του Τσίπρα. Η συγκυβέρνησή του επί 4 έτη με τη λαϊκίστικη Δεξιά και η νυν σύμπλευσή του με το αμαρτωλό ΠΑΣΟΚ αφήνουν τις διακηρύξεις του χωρίς αξιοπιστία.
Η Δεξιά την οποία επικαλείται ως φόβητρο προς τους πολίτες εκπροσωπείται από τις δυνάμεις των ΑΝ.ΕΛ. που ξέμειναν στον ΣΡΙΖΑ και των ΠΑΣΟΚάκη που κατέφυγαν σ’ αυτόν. Αλλά οι μετρήσεις αποδεικνύουν ότι άλλαξε η εποχή. Ο κομματικός ακτιβισμός του 2014 κόπηκε στις εξετάσεις του Ιουλίου 2019. Η Βουλή επανακτά το κύρος της. Η Δικαιοσύνη αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κυβερνά και δεν συμπεριφέρεται ταυτόχρονα και ως η αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο σχεδιασμός του Τσίπρα κατέρρευσε. Υπολόγιζε ότι ως τον Οκτώβρη που θα πήγαινε τη χώρα σε εκλογές, θα κρατούσε σε ομηρία τον Μητσοτάκη με την υπόθεση Νοβάρτις. Αλλά γιατί ο Τσίπρας δεν κατάλαβε ότι αυτή ήταν η πιο ερασιτεχνική σκευωρία που έχει να επιδείξει η σύγχρονη πολιτική Ιστορία της Ελλάδας; Επειδή κατέκτησε την εξουσία -για την εξουσία- που του έγινε πάθος. Υπέκυψε ως μη έχων παιδεία, ενσυνείδηση και αντιστάσεις στα παραφερνάλιά της.
Ως την 7η Ιουλίου 2019 πίστευε ότι καθόταν απέναντι από τον Μητσοτάκη στο άλλο άκρο της τραμπάλας της εξουσίας, που τον ανέβαζε. Δεν κατάλαβε πως ο Μητσοτάκης σηκώθηκε και τον βρόντηξε κάτω. Πολλοί λένε ότι εξαπατήθηκε από το περιβάλλον του που δεν του είπε ωμά ότι η εξουσία ΣΥΡΙΖΑ φυλλορροούσε. Τον άφησε ως το τέλος να πιστεύει ότι «γυρνούσε το ματσάκι».
Το 2012 καθόταν στα τραπεζάκια των λαϊκών ταβερνείων. Από το 2015 και εφεξής ήταν παρακαθήμενος στα δείπνα εκείνων που είχε καταγγείλει. Ηταν μακρύς ο δρόμος, εγγύς το τέλος.
Στο τέλος του 2019, ο Τσίπρας δεν μπορεί να υποστηρίξει τη θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση. Πόσω μάλλον ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Ο Μητσοτάκης έφυγε πολύ μπροστά.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής