Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Αυτούς, που «πέταξαν στη θάλασσα» ήταν Οθωμανοί υπήκοοι -κάποιοι με διπλή υπηκοότητα- ελληνικής καταγωγής, χριστιανοί ορθόδοξοι, που είχαν γεννηθεί στις μικρασιατικές παράκτιες ή ενδότερες πόλεις, όπως είχαν οι γονείς τους, οι παππούδες τους, οι προπαππούδες τους. Είχαν υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Είχαν δουλέψει, είχαν προκόψει. Είχαν πληρώσει σκληρούς φόρους στο οθωμανικό κράτος. Είχαν προσφέρει υπηρεσίες ως δημόσιοι λειτουργοί και στην Υψηλή Πύλη.
Αυτούς που πέταξαν στη θάλασσα ήταν ανυπεράπιστοι. Τους έκαψαν τα σπίτια τους. Τους έγδυσαν -τσεγκίς! τσεγκίς!- απ’ ό,τι πολύτιμο έκρυβαν επάνω τους. Τους αιματοκύλησαν. Τα όσα έγιναν στη Σμύρνη, στο Αϊβαλί, στα Μοσχονήσια, στα Βουρλά δεν τα βάζει ο νους ανθρώπου. Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, Τζορτζ Χόρτον, έγραψε: «Ενα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
Και εμείς θυμόμαστε: «Πριν τους πετάξουν στη θάλασσα» είχε προηγηθεί η γενοκτονία του 1915. Με τις υποδείξεις του Γερμανού στρατηγού Λίμαν Φον Σάντερς οι Τούρκοι ξεπάτωσαν τους Ελληνες βιαίως από τις παράκτιες πόλεις τους. Τους πήγαν στα βάθη της Ανατολίας, σε πορεία εξόντωσης χιλιομέτρων. Στον δρόμο έθαβαν ανήμπορους γονείς και βρέφη που δεν άντεξαν τη δοκιμασία. Οσοι ήσαν πάνω από 16 ετών επιστρατεύτηκαν στα αμελέ ταμπουρού -στρατόπεδα εργασίας- κι έσπαζαν πέτρες, στα νταμάρια. Ούτε οι μισοί δεν γύρισαν το 1917, στα λεηλατημένα σπίτια τους. Κι όμως έμειναν, επέμειναν και υπέμειναν. Ξανάστησαν τη ζωή τους κι έστρωσαν τις προίκες των κοριτσιών να πατήσει ο ελληνικός στρατός το 1918 που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη. Η κατάρρευση του μετώπου ήταν η τέλεια καταστροφή του θρακικού, του ποντιακού και του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο μαύρος Σεπτέμβρης του ΄22…
Δεν αντέχει η Τουρκία να ακούει για τη συστηματική γενοκτονία στον Πόντο Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Ο εθνικισμός που αποτυπώθηκε στο σύνθημα η «Τουρκία στους Τούρκους» βρήκε ρίζες για να φυτρώσουν τα άνθη του κακού. Αλλά η Ιστορία δεν ξαναγράφεται…
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Επικαλούνται τον Βενιζέλο ότι πρότεινε τον Κεμάλ για Νόμπελ. Οι ως τότε σύμμαχοι της Ελλάδας έκαναν διμερείς συμφωνίες, πουλώντας σύγχρονο οπλισμό στον Κεμάλ. Η ηττημένη Ελλάδα έμεινε ανυπεράσπιστη στα διπλωματικά τραπέζια.
Οι παλιοί έλεγαν «ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται» αλλά η καθημαγμένη Ελλάδα έτεινε συνεχώς το χέρι της στην απέναντι ακτή του Αιγαίου. Η Τουρκία δεν ξέφυγε από την πολιτική που σχεδιάστηκε, στο Παρίσι, το 1908: Ο μεγαλοϊδεατισμός της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι παρών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ρεαλιστής πολιτικός. Υπενθύμισε στον Τούρκο πρόεδρο -μετά τη συνάντηση στο Λονδίνο- πως «με την Τουρκία υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν ΠΑΝΤΑ δυσκολίες». Αλλά τις δυσκολίες δεν της δημιουργεί η Ελλάδα.
Η Τουρκία μετά την άτιμη κατάληψη της μισής Κύπρου καταπατώντας διεθνές δίκαιο, αποφάσεις ΟΗΕ, ανθρώπινα δικαιώματα, λεηλασίες μνημείων, δεν έπαψε ΠΟΤΕ να απειλεί και να εκβιάζει. Τώρα διέγραψε τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κρήτη, χαράσσοντας πάνω στον χάρτη της Μεσογείου τον δικό της «διάδρομο». Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, Δεκέμβρη του 1522, κατέλαβε τη Ρόδο. Και κάθε φορά που Τούρκος επίσημος αναφέρεται στη Ρόδο, εξομολογείται τον καημό του που έχασαν τη Ρόδο. Δεν θυμάται ότι η Τουρκία ήταν ουδέτερη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Ελληνες πολεμούσαν. Φεβρουάριο 1945, όταν είχε γύρει η πλάστιγγα, συντάχθηκαν με τους συμμάχους. Αυτό δεν εμπόδισε την Αμερική να τη συμπεριλάβει στο σχέδιο Μάρσαλ. Να την ανέχεται. Να υποδαυλίζει τον μεγαλοϊδεατισμό της.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν χώνει το κεφάλι της στην άμμο. Ακούει και υπολογίζει τις απειλές του Ερντογάν. Αλλά οι προκλήσεις του -απέναντι στην Ιστορία, στο Διεθνές Δίκαιο- δεν απευθύνονται προς την Ελλάδα. Είναι προς τη διεθνή κοινότητα, την Ε.Ε., την Ατλαντική Συμμαχία που υπομονεύει.
Λοιπόν, τώρα, μετράμε φίλους, εταίρους και συμμάχους…
Από την έντυπη έκδοση