Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Μπορεί στο παρελθόν η σκηνή του Κοινοβουλίου να έχει ζήσει λαμπρές στιγμές, όπως το Cd player που ανέβασε στο βήμα η Αννα Βαγενά, το ψωμί και το γάλα που ήθελε να καταθέσει στα πρακτικά η Λιάνα Κανέλλη ή την ποιητική βραδιά που μας χάρισαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Πάνος Καμμένος όταν έπαιρναν «διαζύγιο», όμως σαν τη σκηνή που έπαιξε ο Κλέων Γρηγοριάδης δεν συγκρίνεται καμία: Με τα χέρια ψηλά και φωνάζοντας «Παραδίνομαι» απέσπασε τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού και απέδειξε πως κανείς τελικά δεν υποκρίνεται καλύτερα από έναν επαγγελματία ηθοποιό.
ΑΣ ΜΗΝ τον αδικούμε όμως. Ο συνοδοιπόρος του Γιάνη Βαρουφάκη κάτι ήθελε να πει, ας δούμε τι ήταν αυτό. Το μήνυμά του λοιπόν ήταν για την αστυνομική βία και καταστολή. «Εστω ότι ήμουν αντιεξουσιαστής, ταραχοποιός, δεν μπορεί να φωνάζω παραδίνομαι και να συνεχίζουν να με χτυπούν, να με κλοτσάνε στην κοιλιά, στα γεννητικά όργανα και στο στήθος, όταν είμαι εμφανώς άοπλος και παραδομένος». Εντάξει, δεν πρωτοτύπησε. Γνωστό το αφήγημα του κακού μπάτσου από την εποχή του «Ηλία του 16ου», ο οποίος ήταν καλός γιατί δεν ήταν μπάτσος αλλά απατεωνίσκος. Πάνω σε αυτό πάτησε επί δεκαετίες ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, πάνω σε αυτό έκαναν καριέρα αριστεροί και αριστερίζοντες, πάνω σε αυτό «πολιτικοποιήθηκαν» στελέχη όπως η Νίνα Κασιμάτη, που μπέρδεψε τα γουρούνια και τους δολοφόνους με τους άντρες και τις γυναίκες της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
ΦΥΣΙΚΑ και υπήρχαν λόγοι για όλο αυτό. Από τον εθνικό διχασμό μέχρι τον Εμφύλιο και από τη δικτατορία μέχρι τη Μεταπολίτευση, υπήρχαν πάντα σταγονίδια, ενίοτε και χοντρές καταιγίδες, που κρύβονταν πίσω από τη στολή και τη δύναμη της εξουσίας. Συνέβη και συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες του κόσμου. Στην Αμερική, στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία, όλοι έχουν να αφηγηθούν από μια καλή ιστορία μιας κακής και βίαιης Αστυνομίας. Αλλά στην Ελλάδα σχεδόν το τερματίσαμε. Αν από τη μία άκρη του εκκρεμούς της Μεταπολίτευσης είναι η ιερή Αριστερά, στην άλλη άκρη του είναι η ανίερη Αστυνομία. Αν για κάποιο λόγο το ένα από τα δύο πάψει να κινείται, σταματά και το δεύτερο. Με λίγα λόγια: Η αριστερή πτέρυγα του Κοινοβουλίου έχει λόγο ύπαρξης μόνο όταν αναπαράγει τα στερεότυπα, τους φόβους και τις αμαρτίες του παρελθόντος.
ΕΔΩ ΠΟΥ τα λέμε πάντως, κοιτώντας το πρόγραμμα του «Μετώπου της Ευρωπαϊκής Ρεαλιστικής Ανυπακοής» για θέματα δημόσιας τάξης, βλέπουμε πως μάλλον υπολείπεται σε σχέση με το παλαιότερο πρόγραμμα του προκυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Η αντικατάσταση, για παράδειγμα, των αντιτρομοκρατικών νόμων και η ίδρυση ειδικού τμήματος στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για καταγγελίες ομοφοβικών επιθέσεων, ωχριούν απέναντι στον αφοπλισμό των ΜΑΤ που ζητούσε ο Αλέξης Τσίπρας το 2008, όταν ακόμα η Μυτιλήνη δεν είχε διασπαστεί από τη Λέσβο.
ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ: Η αλλαγή δόγματος στη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας είναι δεδομένη. Το δόγμα ανοχής στη βία δεν είναι πλέον ανεκτό, πρωτίστως από την ελληνική κοινωνία, που βαρέθηκε να βλέπει ένα τσούρμο «παιδιών» να σπάνε και να απειλούν και να μένουν ατιμώρητα. Ομως αυτό ισχύει και για τους εκπροσώπους της δημόσιας τάξης που αυθαιρετούν και βιαιοπραγούν πέραν κάθε ορίου νομιμότητας. Το στοίχημα του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη λοιπόν δεν είναι μόνο να καθαρίσει τα Εξάρχεια, αλλά και να αποδείξει πως η επιτροπή Αλιβιζάτου δεν είναι σκόνη στα μάτια, αλλά μπορεί να γίνει τα μάτια και τα αφτιά του κόσμου στις σκηνές που όταν βλέπει ο Γρηγοριάδης φωνάζει πως παραδίνεται.
Από την έντυπη έκδοση
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου