Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Πολύ γρήγορα ο κ. Ζάεφ κατάλαβε ότι δεν μπορεί στην παρούσα φάση να χρησιμοποιήσει σαν όπλο στο εξωτερικό το «πάγωμα» της συμφωνίας με την Ελλάδα. Στη δική μας -προηγούμενη- κυβέρνηση χρειάστηκε μία εβδομάδα και ένα θριαμβευτικό δημοψήφισμα για να αντιληφθούν ότι η «απειλή» του Grexit δεν συγκινούσε κανέναν στην Ευρώπη. Στον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας μόνον 24 ώρες, χωρίς άλλες παρενέργειες…
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Το ερώτημα είναι τι κάνει η Ελλάδα σε αυτή την περίσταση – και μια χώρα μπορεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα μόνον αν γνωρίζει τι θέλει. Είναι, άραγε, προς το συμφέρον της Ελλάδας η επιδίωξη αλλαγής της συμφωνίας των Πρεσπών; Μα, η υιοθέτησή της δίχασε τόσο έντονα την κοινωνία των γειτόνων, που μία υποψία αλλαγής της θα μπορούσε να λειτουργήσει απολύτως αποσταθεροποιητικά – με απροσδιόριστα αποτελέσματα για τη σταθερότητα των Σκοπίων. Αντίθετα, στη χώρα μας δεν έπαιξε καν ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουλίου…
Είναι, άραγε, προς το συμφέρον της Ελλάδας η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τη Βόρεια Μακεδονία; Προφανώς – αν και εφόσον γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, η χώρα μας θα αποκτήσει ένα πολύ ισχυρό όπλο πίεσης απέναντι στη γειτονική μας χώρα, ασχέτως του ποιος θα κυβερνά εκεί. Εν ολίγοις, είτε ο Ζάεφ είτε ο Μίτκοτσκι, θα θελήσουν να κλείσουν -έστω- κάποια κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας – κι αυτό δεν θα μπορεί να γίνει χωρίς το ελληνικό «ναι». Αρκεί να βρουν πρώτα μία θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου