Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αναδρομικά μάλιστα. Οπως έπαθε η συνταξιούχος, η οποία έμαθε διά αλληλογραφίας πως για τους επόμενους μήνες η επικουρική της σύνταξη θα είναι 16,80 ευρώ και από κει και ύστερα θα σκαρφαλώσει στο ιλιγγιώδες ποσό των 66 ευρώ και 80 λεπτών. Και όμως, ο υπουργός που υπογράφει την επιστολή, βρίσκει το θάρρος να υποσχεθεί και αύξηση. Στο μέλλον, βέβαια, όταν θα έρθει η ανάπτυξη, που μάλλον έρχεται από πολύ μακριά, γιατί αργεί ακόμα. Η συνταξιούχος, αν ζει μέχρι τότε, θα χαρεί πολύ. Αν δεν ζει, θα χαρεί το Λογιστήριο του Κράτους.
ΑΛΛΑ ΑΠΟ την άλλη, μάλλον γινόμαστε άδικοι. Γιατί αν οι απόμαχοι της ζωής λαμβάνουν τέτοια ποσά, τι να πουν οι 100.000 εργαζόμενοι που αμείβονται με 100 ευρώ το μήνα. Πιθανώς βέβαια αυτοί οι «τυχεροί» της μερικής απασχόλησης να είναι τα εγγόνια των συνταξιούχων που έλαβαν το γράμμα Κατρούγκαλου. Ετσι, η ελληνική οικογένεια έρχεται πιο κοντά για να μοιραστεί τη φτώχεια της. Λίγο η γιαγιά, λίγο το παιδί, λιγότερο το εγγόνι, ε, κάπως θα βγει ο μήνας. Αλλά στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που διαπραγματεύονται περήφανα για το χρέος και καταπίνουν κάθε φορολογικό βασανιστήριο που υπάρχει, αλλά το μόνο που τους πονάει είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, έχουν σχέδιο για να διαχειριστούν τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
ΤΟΥΣ ΕΧΕΤΕ δει να οργανώνουν συσσίτια, να στήνουν ομάδες εθελοντών, να σκέφτονται τρόπους για προπληρωμένες κάρτες των 100 ευρώ, να εφευρίσκουν νέους τρόπους για γεμιστά; Μέχρι και νομοσχέδιο για την κοινωνική οικονομία έφεραν, γιατί για την πραγματική ούτε λόγος. Αλλά το θέμα μας είναι ο υπουργός Εργασίας. Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, που όσο είναι αυτός υπουργός δεν πρόκειται να κοπούν συντάξεις. Το λέει και το υπογράφει στις επιστολές που στέλνει στα σπίτια των συνταξιούχων. Μπορεί όμως κάποιος συνταξιούχος, κάποια μέρα, να του απαντήσει. Θα το έγραφε κάπως έτσι:
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΥΡΙΕ Κατρούγκαλε,
Είμαι 72 χρόνων, απόφοιτος Δημοτικού. Αρχισα να δουλεύω από τα 15 μου, στο νησί που γεννήθηκα, πρώτα στο κατάστημα υποδημάτων Παπαδάκη και μετά σε μια εταιρία γλυκών, στους αδελφούς Μιχαλάκη. Τα θυμάμαι σαν τώρα. Μετά παντρεύτηκα, ήρθα στην Αθήνα και βοηθούσα την οικογένειά πλέκοντας παπουτσάκια για μωρά και πουλόβερ για τους τουρίστες στο Μοναστηράκι. Μετά, ψαλίδιζα και σιδέρωνα μαντιλάκια για τα μεγάλα καταστήματα της εποχής, τον Δραγώνα και τον Λαμπρόπουλο. 2,5 δραχμές τη δωδεκάδα πληρωνόμουν.
«ΜΕΤΑ, ΕΥΤΥΧΩΣ, βρέθηκε ένα τσαγκαράδικο και άρχισα να έχω συστηματικά ένσημα. Δύσκολη δουλειά το εργοστάσιο, βρόμικη, αλλά είχε υπερωρίες. Είχε και ‘‘τυχερά’’, γιατί έπαιρνα φασόν δουλειά για το σπίτι και τις νύχτες έραβα παπούτσια στο χέρι. Θυμάμαι πως έβαζα τα δέρματα σε ένα κουβά με νερό για να μαλακώσουν και να περνάει η κλωστή. Ετσι, συμπλήρωνα το μισθό του συζύγου που υπηρετούσε στη Χωροφυλακή. Αν ήταν όλα νομότυπα; Οχι πάντα. Οι εργοδότες μού έβαζαν μισά αλλά είχα ανάγκη τη δουλειά.
«ΕΙΧΑΜΕ ΠΑΡΕΙ και ένα δυάρι με δάνειο, 1.400 δραχμές η μηνιαία δόση, για 25 χρόνια. Ξοφλήθηκε το 1995, δεκαπέντε ημέρες πριν πεθάνει ο σύζυγος. Δεν πρόλαβε δηλαδή να το χαρεί, αλλά συμβαίνουν αυτά. Α, το ’81 φοβηθήκαμε με το σεισμό και φτιάξαμε ένα λυόμενο στη Σαλαμίνα. Αυθαίρετο, αλλά το νομιμοποιήσαμε επί Τρίτση. Μετά το εργοστάσιο, βρήκα δουλειά ως καθαρίστρια σε ιδιωτικά συνεργεία σε νοσοκομεία και ψυχιατρεία, όπως το Δρομοκαΐτειο και το Δαφνί. Επαιρνα και τη σύνταξη χηρείας και έτσι τα βγάζαμε πέρα μαζί με τις δύο κόρες μου. Κάποια στιγμή, με τα πολλά χρόνια που δούλευα και τα λίγα ένσημα που μάζεψα, κατάφερα να βγάλω την κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ.
«Ε, ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ τα ξέρετε. Εσείς μου στείλατε άλλωστε επιστολή. Σήμερα, λοιπόν, παίρνω καθαρά από δύο συντάξεις και δύο επικουρικά 1.000 ευρώ. Ετσι όπως καταντήσαμε, σας φαίνονται πολλά, ε; Από αυτά πληρώνω ΕΝΦΙΑ για το δυάρι και τη Σαλαμίνα, λογαριασμούς, φροντιστήρια των εγγονών, γιατί τα παιδιά δεν τα βγάζουν πέρα, σούπερ μάρκετ, αυξημένη συμμετοχή στα φάρμακα και μη σας πω πόσα δίνω στους γιατρούς όταν δεν βρίσκω ραντεβού με τον ΕΟΠΥΥ. Α, κάθε χρόνο πληρώνω και την εφορία, γιατί δεν έχω κρατήσεις. Φέτος, μου ήρθε 400 ευρώ, τα πληρώνω με δόσεις. Αλλά ξέρετε κάτι; Και μόνο που λέω ότι είμαι διπλοσυνταξιούχος, αισθάνομαι πως έχω κάνει κάτι κακό. Μήπως να κόψετε και άλλο την επικουρική; Αν θέλετε, κόψτε και την κύρια. Θα βρω τρόπο. Θα καθαρίζω σκάλες, όσο βαστούν τα πόδια μου. Αλλά όχι με κόκκινα γάντια. Αυτά πια έχουν λερωθεί».
Σ.Σ.: ΚΑΘΕ ομοιότητα με την πραγματικότητα δεν είναι τυχαία.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής