Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Τελευταίο παράδειγμα, η στάση του κόμματος στη Βουλή για το πανεπιστημιακό άσυλο: οι μεν είδαν πορεία ταύτισης με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι δε είδαν προσέγγιση με τη Νέα Δημοκρατία.
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: όλοι αυτοί που όντας στο ΚΙΝ.ΑΛ., ονειρεύονται είτε προξενιά με τη Ν.Δ., είτε προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν το κάνουν μόνοι τους πράξη; Αν είναι να παραμένουν σε ένα κόμμα με το οποίο διαφωνούν σε όλα, γιατί το κουράζουν το πράγμα;
Η απάντηση είναι απλή: δεν θα μείνουν για πολύ στο ΚΙΝ.ΑΛ. απλώς, ψάχνουν τρόπο να φύγουν από αυτό με πολιτική προίκα που θα τους δώσει ένα όπλο διαπραγμάτευσης στις νέες τους κομματικές στέγες.
Βεβαίως, σε όλα αυτά τα ζητήματα δίνει λύσεις η ζωή και στην προκειμένη περίπτωση τις έχει ήδη δώσει: μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, που έδωσε 40% στη Νέα Δημοκρατία και 31,5% στον ΣΥΡΙΖΑ, κανένας από τους δύο χώρους δεν έχει λόγο να διαπραγματευτεί με κανέναν.
Ο μεν κ. Μητσοτάκης παίρνει στην κυβέρνηση όποιους κρίνει ότι του χρειάζονται, ο δε κ. Τσίπρας θα απευθύνει το προαναγγελλόμενο προσκλητήριό του προς τις «προοδευτικές δυνάμεις» για τυπικούς λόγους – προκειμένου να καταδείξει ότι τάχα είναι η μοναδική δύναμη του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Με την έννοια αυτή, ο δρόμος προς τη Νέα Δημοκρατία ανοίγει επιλεκτικά – και όχι λόγω δηλώσεων εναντίον της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ.- ο δε δρόμος προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ανοίγει πια για συνεργαζόμενους, αλλά για οπαδούς. Επομένως, οι επίδοξοι παράγοντες της μίας ή της άλλης πλευράς του ΚΙΝ.ΑΛ. δεν έχουν μπροστά τους ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης για αξιώματα, αλλά εργοτάξια στα οποία θα χρειαστεί να δουλέψουν σαν ανειδίκευτοι εργάτες. Οπότε, η μόνη συμβουλή που μπορεί να τους δώσει κανείς, είναι η κλασική αυγουστιάτικη: σκάσε και κολύμπα – με την καλή έννοια!
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου