Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Η υπόθεση θα πήγαινε αμελλητί στη Βουλή – και η συμπολίτευση θα την έβαζε στο αρχείο…
Ας υποθέσουμε, πάλι, ότι μετά από την κατάθεση της μήνυσης άλλαζε η κυβέρνηση – και η νέα πλειοψηφία αποφάσιζε, με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, να παραπέμψει τον αναπληρωτή υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο. Η παραπομπή υπουργού για μία πολιτική απόφαση που μείωνε τα κέρδη ενός προμηθευτή του Δημοσίου δεν θα ήταν ο ορισμός της πολιτικής δίωξης; Θα ήταν.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Ομως, οι υποθέσεις – οι πραγματικές, όχι οι υποθετικές – του κ. Πολάκη δεν είναι ούτε ο ορισμός, ούτε καν η προσομοίωση μίας πολιτικής δίωξης.
Δεν αντιμετωπίζει κάποιες μηνύσεις με αφορμή μία πολιτική του απόφαση. Πρόκειται για μηνύσεις που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά του – είτε μιλάμε για την ηχογράφηση μίας τηλεφωνικής συνομιλίας του, είτε για τα όσα ανάρτησε για κάποιον συνδικαλιστή.
Το επιχείρημα που επιστρατεύει ο κ. Πολάκης – αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ – ακούγεται εύλογο: αν δεν ήταν υπουργός, δεν θα ηχογραφούσε τον κεντρικό τραπεζίτη, ούτε θα έγραφε όσα έγραψε για τον συνδικαλιστή. Σωστά. Μόνον που το επιχείρημα έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με όσα υποστήριζε ως τώρα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: αν δεν είναι έτσι, τότε γιατί επέστρεψαν την υπόθεση της Novartis στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι οι εμπλεκόμενοι υπουργοί χρηματίστηκαν (αν χρηματίστηκαν, εννοείται…) «επί τη ευκαιρία των καθηκόντων τους»; Γιατί δεν προχώρησαν στην παραπομπή τους σε Ειδικό Δικαστήριο;
Είναι πολύ απλό το γιατί: επειδή δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να στοιχειοθετεί την παραπομπή, επέστρεψαν την υπόθεση στη Δικαιοσύνη ώστε να υπάρχει στο προεκλογικό τραπέζι – και να μπορούν να μιλούν για το «μεγάλο φαγοπότι» στον χώρο της Υγείας. Και τώρα ζητούν να ισχύσει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών για προσωπικές υποθέσεις, μιλώντας μάλιστα για πολιτική δίωξη. Ετσι είναι, αν έτσι νομίζουν…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου</e