Η φοροδιαφυγή είναι στο dna μας; Ή φταίει μόνο το κράτος; Προφανώς και η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες κανείς δεν ασχολιόταν με τιμολόγια ή αποδείξεις. Πολλά καταστήματα/επαγγελματίες δεν διέθεταν καν ταμειακή μηχανή. Βέβαια, και όταν απέκτησαν ταμειακή μηχανή αυτή θύμιζε κάτι σαν… μπιμπελό.
Γράφει ο Γιάννης Τσαπρούνης*
ΟΛΟΙ γνωρίζουμε πως στη χώρα μας το καθετί αυτονόητο απλά δεν είναι αυτονόητο. Το σύνθημα «αγαπάς την Ελλάδα, απόδειξη» της δεκαετίας του ’90 τρολαρίστηκε από όλη την κοινωνία -αν και τότε δεν υπήρχαν social media.
ΒΕΒΑΙΑ είναι γνωστή η ατάκα που ακουγόταν/ακούγεται από τα χείλη των πολιτών: γιατί να πληρώνω το κράτος, τι μου παρέχει; Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Το κράτος δεν εξυπηρετεί τον πολίτη, ο πολίτης αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του προς το κράτος.
ΤΟ πρόβλημα εντείνεται καθώς την τελευταία μνημονιακή δεκαετία οι φόροι αυξήθηκαν πολύ. Ειδικά κατά τη διάρκεια της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ η υπερφορολόγηση επιβάρυνε σε τεράστιο βαθμό τη μεσαία τάξη και τους πιο ευάλωτους οικονομικά.
ΟΠΟΤΕ και πάρα πολλοί πολίτες που δεν είχαν την πρόθεση να φοροδιαφεύγουν… υποχρεώθηκαν να το κάνουν. Μόνο και μόνο για να μπορούν να κρατούν το πραγματικό -όχι το δηλωθέν- εισόδημά τους σε ένα ανεκτό επίπεδο.
ΑΣ μην ξεχνάμε πως για δεκαετίες υπήρχε και «επίσημη» φοροδιαφυγή. Με εντολή του κράτους. Αγόραζε κάποιος ένα σπίτι με 300.000 ευρώ, αλλά δηλωνόταν η αντικειμενική αξία π.χ. των 180.000 ευρώ. Και το γνώριζαν όλοι.
ΜΑΓΙΚΕΣ λύσεις για τη φοροδιαφυγή δεν υπάρχουν. Ούτε οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ λύνουν στην πραγματικότητα το πρόβλημα. Χρειάζεται σημαντική μείωση της φορολογίας. Απαιτείται και το κράτος να παρέχει ικανοποιητικές υπηρεσίες στον πολίτη. Πρέπει και όλοι μας να αποκτήσουμε την κουλτούρα της απόδειξης. Και αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ετσι σε πρώτη φάση πρέπει να δοθούν σημαντικά κίνητρα φοροαπαλλαγών, ώστε να «αναγκαστούμε» όλοι να ζητάμε απόδειξη σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Πολύ απλά γιατί θα γνωρίζουμε πως θα γλιτώσουμε φόρο από το εκκαθαριστικό. Χρειάζονται και άλλα πολλά. Τουλάχιστον, όμως, κάποια στιγμή πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Γιατί, αλλιώς τα ίδια θα γράφουμε και τους ίδιους φόρους θα πληρώνουμε και μετά από πολλά χρόνια.
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Γιάννης Τσαπρούνης είναι διευθυντής σύνταξης του Ελεύθερου Τύπου