Γράφει ο Γιῶργος Μιχαηλίδης*
Οι 30+ είμαστε οι τελευταίοι που είχαμε πλήρη επίγνωση του θαύματος που συντελέστηκε στην Πορτογαλία. Αναγνωρίσαμε πως εάν μία γενιά Ελλήνων ποδοσφαιριστών μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, τότε μόνο η θρύλοι του 2004 ήταν ικανοί. Από την άλλη, όλοι ξέραμε πως για να συμβούν αυτά, έπρεπε να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες, να κοιμηθεί ο Θεός, να ξυπνήσουν οι 12 θεοί του Ολύμπου και ό απανταχού Ελληνισμός να στέλνει θετικό κάρμα στους Έλληνες διεθνείς. Όλες οι παραπάνω συνθήκες ολοκληρώθηκαν και αυτή η μικρή γωνιά του πλανήτη, έζησε στιγμές μαγικές, ανατριχιαστικές, στιγμές που θα είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα όσο ακούγεται σε αυτήν την Γη στα βάθη του μέλλοντος η ελληνική γλώσσα.
Αυτό που συμβαίνει πλέον, όμως, είναι ντροπή. Όχι γιατί έπρεπε σώνει και ντε να δούμε στην Ελλάδα ό,τι είδαμε και μετά το Ευρωμπάσκετ του ’87, αλλά γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο, με αποτέλεσμα να εξανεμιστεί ότι χτίζαμε από το 2002 έως το 2014.
Συνέβησαν πολλά μαζί. Από το 2004 και ύστερα η Εθνική αντιμετωπιζόταν από διαιτητές και ομάδες με τον δέοντα σεβασμό και αυτό βοηθούσε και τους ίδιους τους παίκτες να ενισχύουν το αίσθημα ανωτερότητας που είχαν και να αντιμετωπίζουν κάθε αντίπαλο το ίδιο. Η παρακαταθήκη του να βρίσκεται η Εθνική μας σε κάθε μεγάλη διοργάνωση δεν ήταν στόχος, ήταν υποχρέωση για παίκτες, προπονητές και παράγοντες. Και ξαφνικά ήρθαν οι αλλαγές.
Οι παίκτες μεγάλωσαν και πολλοί αποχώρησαν μαζεμένοι. Αυτό στέρησε από την Εθνική μία ισχυρή ρίζα με την πραγματικότητα που είχε χτιστεί. Οι νέοι παίκτες βρέθηκαν ξεκρέμαστοι, με λάθος προπονητές, να φέρουν μία βαριά φανέλα μέσω της οποίας εξέφραζαν τους βεντετισμούς τους. Ο αφελληνισμός του ελληνικού πρωταθλήματος τις προηγούμενες δύο δεκαετίες στέρησε από την ομοσπονδία την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλούς παίκτες. Την ίδια ώρα, οι «καλύτεροι» παίκτες πλέον, ήταν άγνωστοι μεταξύ τους γιατί ως επί το πλείστον έπαιζαν στο εξωτερικό, δεν είχαν χτίσει δεσμούς εντός των ομάδων τους, είτε ως συμπαίκτες είτε ως αντίπαλοι.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Απλώς να θυμίσουμε πως ο Όττο Ρεχάγκελ, πήγε στο Euro 2004 χωρίς τον Άκη Ζήκο, ο οποίος ήταν από τους μεγαλύτερους Έλληνες παίκτες στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο έχοντας συμμετάσχει σε τελικό Champions League με την Μονακό. Να θυμίσουμε επίσης πως εκτός ομάδας είχε τεθεί, ένα από τα καλύτερα μπακ χαφ της Ευρώπης, ο Γρηγόρης Γεωργάτος, ενώ στο σύνολο των αγώνων, ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε επικουρικό και όχι βασικό ρόλο. Κοινώς, ο Ρεχάγκελ έχτισε την ομάδα με γνώμονα το αποτέλεσμα, και όχι τις προσωπικές επιδιώξεις ή τις καλύτερες ατομικές επιδόσεις.
Σήμερα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Μπορεί οι παίκτες να μην έχουν το ταλέντο που είχε η ομάδα του 2004, αλλά δεν παύουν να είναι νέοι παίκτες, δυνατοί, με προσωπικές επιτυχίες στις ομάδες που αγωνίζονται. Οι ομοσπονδιακοί τεχνικοί, όμως, έχουν αποτύχει παταγωδώς να επιβάλλουν πειθαρχία και να δώσουν ένα όραμα σε αυτά τα παιδιά. Δεν επιτρέπεται μετά από έναν μήνα αποχής από τα γήπεδα οι Έλληνες παίκτες να μην έχουν φυσική κατάσταση. Δεν επιτρέπεται να μην μπορούν να ανταλλάξουν πάνω από τρεις πάσες. Δεν επιτρέπεται η Αρμενία να έρχεται να αλώνει το ΟΑΚΑ έχοντας την δυνατότητα να βάλουν πολλά περισσότερα από τρία γκολ.
Δεν είναι μομφή για την Αρμενία, άλλωστε οι διεθνείς της έδωσαν το 100% των δυνατοτήτων τους στο γήπεδο. Ο ψόγος πάει στους Έλληνες. Οι παίκτες αυτοί, με ευθύνη δική τους, αλλά και της ομοσπονδίας, δεν έχουν την στόφα του νικητή και οι ίδιοι δεν φαίνεται να προσπαθούν να την έχουν. Δεν φαίνεται τα παιδιά να έχουν γίνει κρίκοι αλυσίδας. Δεν είπαμε να γίνουν φίλοι, αλλά είναι απαράδεκτο να μην γνωρίζει ο ένας που είναι ο άλλος στο γήπεδο.
Δεν χρειάζεται να πάρουμε για προπονητή έναν Γερμανό μόνο και μόνο επειδή είναι Γερμανός. Αυτά είναι αστειότητες. Η Εθνική Ελλάδος χρειάζεται έναν επιτυχημένο και στιβαρό ομοσπονδιακό τεχνικό ο οποίος μέσα από τον χαρακτήρα του, τις περγαμηνές του και την επιβολή του, να κάνει την Ελλάδα αντάξια των επιτευγμάτων της και των προσδοκιών.
Ο αγώνας με την Ιταλία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πως ο Έλληνας φίλαθλος δεν είναι όσο κακομαθημένος τον θέλουν κάποιοι. Μαζεύτηκε στο αχανές ΟΑΚΑ (ακατανόητο γιατί το Καραϊσκάκης έπαψε να είναι η έδρα της Εθνικής) και στήριξε την προσπάθεια των διεθνών. Δώστε μας κίνητρο και η Εθνική θα γεμίσει ξανά τα γήπεδα.
Αυτό που βλέπουμε στο χορτάρι είναι απαράδεκτο και πολύ φοβάμαι πως θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε για πολλά χρόνια ακόμη, γιατί η ΕΠΟ κάνει τις επιλογές της, οι οποίες απέχουν πολύ από το να βάλουν την Εθνική εκεί που τις αξίζει.
*Ο Γιῶργος Μιχαηλίδης είναι ο διευθυντής του EleftherosTypos.gr