Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1856, η βασίλισσα Αμαλία υπέγραφε εξ ονόματος του βασιλέως Οθωνα τον πρώτο νόμο «Περί μεταγραφής της κυριότητας των ακινήτων και των άλλων επ’ αυτών πραγματικών δικαιωμάτων». Ηταν οι πρώτες προσπάθειες να αποκτήσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος Εθνικό Κτηματολόγιο, αλλά θα έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 150 χρόνια για να αρχίσει να παίρνει διοικητική σάρκα και οστά. Ο Οργανισμός Κτηματογραφήσεων και Χαρτογραφήσεων της Ελλάδας ιδρύθηκε το 1986, αλλά η πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή έγινε μόλις το 2008. Σήμερα, εν έτει 2019, έχει θεωρητικά ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση στο 30% της χώρας.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς ένα τόσο σημαντικό εργαλείο για κράτος και πολίτες, που για όλες τις άλλες σοβαρές χώρες είναι αυτονόητο εδώ και δεκαετίες, στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε γραφειοκρατικό θρίλερ και πολιτικό αλισβερίσι. Εκτός από την έλλειψη στοιχειώδους οργάνωσης του κεντρικού κράτους, την απουσία επίσημων εγγράφων, ιδιωτικών και δημοσίων, και εκτός από τη μνημειώδη αναβλητικότητα των κυβερνήσεων σε μεταρρυθμίσεις που δεν φέρνουν ψήφους, υπάρχει και κάτι άλλο που συνέβαλε στην παρανοϊκή υπερεκατονταετή καθυστέρηση: Η ανυπαρξία Κτηματολογίου συνέφερε καταπατητές και αυθαιρετούχους, αποκοίμιζε τους αφελείς και βόλευε τους πολιτικούς. Η πικρή αλήθεια είναι ότι αν το Κτηματολόγιο δεν αποτελούσε προαπαιτούμενο του Μνημονίου δεν θα προχωρούσε. Το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει ποια είναι η ιδιοκτησία του, όπως δεν ήξερε μέχρι πρότινος πόσους δημόσιους υπαλλήλους πληρώνει. Δεν ήξερε γιατί δεν ήθελε να μάθει.
Για αυτό και στη διάρκεια αυτής της τιτάνιας προσπάθειας αποκαλύπτονται κωμικοτραγικές καταστάσεις. Αστικά ακίνητα να καταγράφονται σαν αγροί, παραθαλάσσιες περιοχές να εμφανίζονται ως δάση, αρχαιολογικοί χώροι να εμφανίζονται ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Παράλληλα, έρχονται στο φως τα απομεινάρια ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, κατά το οποίο περιουσίες μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά διά λόγου, προίκες «σφραγίζονταν» χωρίς χαρτιά και τα σύνορα της πατρικής γης ορίζονταν με δέντρα και σημάδια που «ξέρει ο παππούς». Και κάπως έτσι φτάνουν ακόμα και σήμερα στα δικαστήρια υποθέσεις για «χωραφίδες που αγοράστηκαν ατύπως και καλή πίστει», με διαβεβαιώσεις του κατόχου πως έκανε τις «προσιδιάζουσες προς τη φύση του πράξεις νομής», δηλαδή καλλιεργούσε ο έρμος «κριθάρι, ρεβίθια, φασόλια και το χρησιμοποιούσε και για βοσκή, φύτεψε δε σ’ αυτό και εννέα συκόδενδρα».
Τώρα που ήρθε και το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, εδώ να δείτε ψάρια…
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου