Γράφει η Μαρία Λευτάκη*
Και όπως πολύ σωστά αναφερεί σχετικό δημοσίευμα: “οι εκπαιδευτικοί, μέσω των Ομάδων Εκπαιδευτικής Υποστήριξης αναλαμβάνουν την ευθύνη να κάνουν την πρώτη διάγνωση να διαμορφώσουν και εφαρμόσουν βραχυχρόνια Εξατομικευμένα Προγράμματα Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.) σε μαθητές που χρήζουν ειδικής εκπαιδευτικής υποστήριξης”. Δηλαδή καλούνται να αντικαταστήσουν τη διεπιστημονική επιτροπή και στη συνέχεια να εφαρμόσουν εκπαιδευτική παρέμβαση, χωρίς όμως να έχουν στα χέρια τους επιστημονική διάγνωση”.
Οπότε ξεκάθαρα γίνεται μετακύληση της ευθύνης για τη διάγνωση(!) και το χειρισμό των μαθητών με αναπηρία ή και με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στους εκπαιδευτικούς της γενικής αγωγής χωρίς καμία παρέμβαση ειδικού επιστήμονα!. Οι εκπαιδευτικοί της γενικής αγωγης, όπως είναι αυτονόητο, δεν έχουν τη γνώση, τη κατάρτιση, την εξειδίκευση και την εμπειρία να διερευνήσουν, να αξιολογήσουν και να υποστηρίξουν μέσα από οποιοδήποτε πρόγραμμα μόνοι τους παιδιά με αναπηρία, αναπτυξιακές διαταραχές, μαθησιακές δυσκολίες. Επίσης όλη αυτή η διαδικασία μέχρι να ολοκληρωθεί έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος όσον αφορά τη παρέμβαση που θα πρέπει να γίνεται στους μαθητές αυτούς μέσα στο σχολείο.
Εμείς ως ομάδα “Γονείς που διεκδικούν δημόσια παράλληλη στήριξη” από το Μάρτιο του 2018 ζητούσαμε με έγγραφη διαμαρτυρία προς τους αρμοδίους να αποσυρθεί το σχέδιο νόμου για τις νέες δομές, διότι πιστεύουμε πως η συγκεκριμένη μεταρύθμιση είναι αντιεπιστημονική. Βέβαια στη χώρα μας, όταν οι γονείς διαμαρτύρονται, θεωρούνται αναξιόπιστοι, καθότι συναισθηματικά εμπλεκόμενοι, κάτι σαν τους “τρελούς του χωριού” δηλαδή, που κανένας δεν τους υπολογίζει. Και όταν οι εκπαιδευτικοί διαμαρτύρονται, είναι γιατί θέλουν να “βολευτούν” και να “λουφάρουν”. Αν μάλιστα κάνουν και το λάθος να βγουν στους δρόμους να διαδηλώσουν, τότε βιώνουν την άγρια καταστολή των σωμάτων ασφαλείας με αποτέλεσμα, όπως στις πρόσφατες διαδηλώσεις των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, πολλοί να βρεθούν τραυματισμένοι και να νοσηλεύονται στα νοσοκομεία της χώρας.
Σε μια πολιτισμένη χώρα η διάγνωση και η αξιολόγηση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές αναγκες και αναπηρίες θα έπρεπε να αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία θα προηγούνταν της έναρξης της σχολικής ζωής του μαθητή. Δηλαδή όλοι οι μαθητές και οι οικογένειές τους, πριν ξεκινήσουν τη σχολική τους ζωή, θα έπρεπε να γνωρίζουν το σχολείο στο οποίο θα πρέπει να φοιτήσουν, και το είδος της εκπαιδευτικής υποστήριξης που χρειάζεται να λάβουν, οπως παράλληλη στήριξη, τμήματα ένταξης, ειδικό βοηθητικό προσωπικό, μικρά τμήμα διδασκαλίας.
Και από κανένα σχολείο δε θα έπρεπε να απουσιάζει η ειδικότητα του σχολικου νοσηλευτή, όταν πια τα ατυχήματα μέσα στα σχολεία είναι καθημερινότητα και τα κρούσματα επιληψίας έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Αλλά και όλοι οι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να εκαπαιδεύονται και υποστηρίζονται από ειδικούς επιστήμονες στον τρόπο που θα στηρίξουν και ενσωματώσουν ένα μαθητή με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Στην Ελλάδα του 2019 θα πρέπει ο μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρία να ξεκινήσει το σχολείο, να αντιληφθεί και να αποδεχθεί η οικογένεια ότι το παιδί παρουσιάζει συγκεκριμένες δυσκολίες, να απευθυνθεί στους εκπαιδευτικούς του σχολείου, οι οποίοι, χωρίς να έχουν καμία κατάρτιση στην ειδική αγωγή θα πρέπει αυτοσχεδιάζοντας να παρατηρήσουν τον εν λόγω μαθητή, να εντοπίσουν τις δυσκολίες του, να τις αξιολογήσουν, να τις διαγνωσουν, να εφαρμόσουν βραχυχρόνιο πρόγραμμα παρέμβασης με συγκεκριμένους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους σχετικούς με την εκπαιδευτική και ψυχοκοινωνική πορεία του μαθητή…
Ακόμη χειρότερα δε και χωρίς την έγκριση της οικογένειας, μπορεί πια ο Σύλλογος διδασκόντων να ξεκινήσει τη διαδικασία αυτή με όποιες αρνητικές συνεπειες μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για το μαθητή και την οικογένειά του.Στη συνέχεια, αν κριθεί (πώς;) απαραίτητο, να γίνει παραπομπή του περιστατικού στο ΚΕΣΥ για περαιτέρω διάγνωση και αξιολόγηση.
Το ΚΕΣΥ κατόπιν θα καλέσει το μαθητή και την οικογένειά του για να γίνουν ορισμένες συναντήσεις προκειμένου να συλλεχθούν τα στοιχεία και οι πληροφορίες που χρειάζονται. Από το ΚΕΣΥ τώρα και κατ’ επέκταση και απ’ τη διάγνωση του μαθητή απουσιάζει η παιδοψυχιατρική και η αναπτυξιολογική αξιολόγηση, διότι οι συγκεκριμένες ειδικότητες δεν υπάρχουν σε αυτό τον οργανισμό!
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Ετσι η επιστημονική ομάδα που είναι ελλειπέστατη αποτελείται από: ψυχολόγο, που ευχόμαστε να είναι παιδοψυχολόγος, κοινωνικό λειτουργό, ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή. Οι συγκεκριμένες όμως ειδικότητες έχουν το ρόλο της εφαρμογής προγραμμάτων παρέμβασης με βάση τη διάγνωση παιδοψυχιάτρων και αναπτυξιολόγων και τις κατευθύνσεις που δίνονται από αυτούς και όχι να προβαίναουν σε διάγνωση! Μιλάμε τπολύ απλά για το απόλυτο θέατρο του παραλόγου ικανό να καταστρέψει ζωές μικρών παιδιών που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε μία χώρα που το εκπαιδευτικό σύστημα έχει εθιστεί στο να τα πετάει σε μια γωνιά σαν σκουπίδια, παριστάνοντας ταυτόχρονα ότι έχει κάνει το χρέος του!
Και αφού κάποτε ολοκληρωθεί και συνταχθεί αυτή η όποια αξιολόγηση με τις όποιες ελλείψεις και σφάλματα και τις όποιες καθυστερήσεις, τότε και μόνο τότε ο γονιός δικαιούται να κάνει αίτηση, για παράδειγμα, για εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης ή για ειδικό βοηθητικό προσωπικό και να περιμένει στωικά πότε και άν και για πόσες ώρες θα παρασχεθεί αυτό.
Και αν φυσικά έχει παρέλθει η ημερομηνία που μπορεί κάποιος να κάνει αίτηση, τότε θα πρέπει να περιμένει να αιτηθεί την επόμενη σχολικη χρονιά. Στις περιπτώσεις των τμημάτων ένταξης τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, πολλά σχολεία αναγκάζονται να λειτουργήσουν χωρίς αυτά αν και πληρούν τις προυποθέσεις για τη δημιουργία τέτοιων τμημάτων, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά είτε να μην υποστηρίζονται επαρκώς, είτε να αναγκάζονται να φεύγουν απ’ το σχολείο της περιοχής τους και να διανύουν χιλιόμετρα καθημερινά, προκειμένου να φοιτήσουν σε σχολείο που να υπάρχει αντίστοιχο τμήμα.
Μεχρι πρότινος υπήρξε και μια ευνοϊκή ρύθμιση σε σχέση με την διχοτόμιση των μαθητικών τμημάτων, η οποία όμως τα τελευταία χρόνια έχει καταργηθεί με αποτέλεσμα παιδιά με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες να φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα διδασκαλίας (25-27 μαθητών).
Ειδικότερα για μαθητές που είναι στο φάσμα του αυτισμού δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη όσον αφορά τη δημιουργία μικρών τμημάτων διδασκαλίας, παρόλο που τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται σε χώρους με πολλά άτομα γιατί συνήθως η ακοή και η όσφρησή τους είναι ανεπτυγμένη από 10-100 φορές περισσότερο σε σχέση με τους νευροτυπικούς συνομιλήκους τους.
Δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη γλώσσα του σώματος, να κατανοήσουν τα πειράγματα των συμμαθητών τους, να ξεχωρίσουν την κυριολεξία από τη μεταφορά. Έτσι λοιπόν με ή χωρίς παράλληλη στήριξη η διδασκαλία των αυτιστικών μαθητών σε τμήματα των 25-27 παιδιών καθίσταται σχεδόν αδύνατη, με αποτέλεσμα πολλά από τα συγκεκριμένα παιδιά να αποκλείονται της μαθησιακής διαδικασίας.
Πρακτικά, μέχρι να γίνουν όλα αυτά ένα παιδί με σοβαρές δυσκολίες ή και αδυναμία να συμμετέχει στην εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς υποστήριξη και ενημέρωση γενικότερα της σχολικής κοινότητας, μπορεί να περάσει πολύ μεγάλο διάστημα αβοήθητο, με σοβαρό κίνδυνο να χάσει μια για πάντα την επαφή του με το σχολείο και η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη! Ο μαθητής που χρήζει ειδικής εκπαιδευτικής στήριξης βρισκεται απαξιωμένος από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, σχεδόν αόρατος, σχολικά αποκλεισμένος, είναι ένας μαθητής που οδηγείτα σε αμάθεια και βιώνει το περιθώριο και το bulling απ’ το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Συμπερασματικά, είτε πραγματοποιηθεί η σύσταση ομάδων εκπαιδευτικής υποστήριξης μαθητών/τριών στις σχολικές μονάδες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είτε όχι, ολόκληρο το σύστημα διάγνωσης, αξιολόγησης και υποστήριξης μαθητών με αναπηρίες είναι στην εφαρμογή του ελλειπές, προβληματικό, αναξιόπιστο αντιεπιστημονικό και αντιπαιδαγωγικό.
Και θα συνεχίζει να είναι όσο οι δάσκαλοι γενικής αγωγής είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι να διαγνώσουν(!) και να υποστηρίξουν σε πρώτο στάδιο (που είναι και το πιο κρίσιμο) παιδιά με αναπτυξιακές και μαθησιακές διαταραχές χωρίς καμία σχετική κατάρτιση, τα ΚΕΣΥ λειτουργούν χωρίς αναπτυξιολόγους και παιδοψυχιάτρους, οι διαδικασίες είναι τοσο περίπλοκες και χρονοβόρες, οι εκπαιδευτικοί παράλληλης στήριξης δε βρίσκονται στο σχολείο από την έναρξη της σχολικής χρονιάς έως τη λήξη της και για όλες τις διδακτικές ώρες, τα τμήματα ένταξης δε λειτουργούν, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν γνωσεις στον τομέα της ειδικής αγωγής και η διδασκαλία γίνεται σε πολυπληθή τμήματα διδασκαλίας, κυρίως για τα παιδιά που είναι στο φάσμα του αυτισμού.
Γονείς και εκπαιδευτικοί λοιπόν οφείλουμε να αγωνιστούμε και να δημιουργήσουμε ένα σχολείο όπου κανένα παιδί δε θα βρίσκεται στο περιθώριο, ένα σχολείο βασισμένο στην αγάπη, την αποδοχή, το σεβασμό στη διαφορετικότητα, ένα σχολείο που το κάθε παιδί θα έχει το δικαίωμα να μάθει στο βαθμό που μπορεί. Ένα σχολείο που θα χωράνε όλοι μέσα σε αυτό και που ειδική αγωγή δε θα είναι ο επαίτης της παιδείας και ο φτωχός συγγενής της υγείας και που κοινωνία και πολιτεία θα πάψει να φέρεται στους εκπαιδευτικούς ως απαξιωμένα πολυεργαλεία και στα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ως ελλατωματικά προιόντα τοποθετημένα στο ράφι με τα αζήτητα.
*Μαρία Λευτάκη, είναι Κοινωνική Λειτουργός, ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Γονείς που διεκδικούν δημόσια παράλληλη στήριξη»