Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Αυτοί θα προκαλέσουν εμφύλιο. Βάζουν τα παιδιά να σκοτωθούν μεταξύ τους. Και στρέφουν τους γνωστούς αγνώστους εναντίον αυτών των παιδιών». Ο αναγνώστης έχει πολλά δίκια και ένα άδικο. Αδικο, διότι δεν πρόκειται για κωμωδία, αλλά για δράμα. Ενα δράμα που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια και τώρα βλέπουμε απλώς μια παραμορφωμένη οπτική του. Αγουροι έφηβοι να βγαίνουν στους δρόμους για ένα εθνικό θέμα, δίνοντας την ευκαιρία στους πατριδοκάπηλους να κάνουν καριέρα στην πλάτη τους και στους φασίστες να αλωνίζουν ελεύθεροι.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Είναι λοιπόν όλοι αυτοί οι μαθητές που κάνουν κατάληψη στα σχολεία ακροδεξιοί ή φασίστες; Είναι όλα αυτά τα παιδιά μελλοντικοί ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής; Οχι, αν και κάποιοι θα εξελιχθούν. Ομως μια μερίδα του πολιτικού κόσμου βιάζεται να τους σπρώξει στην αγκαλιά του φιλοναζιστικού μορφώματος. Από την άλλη, μια έτερη μερίδα του πολιτικού κόσμου χαϊδεύει τα αφτιά τους, τους βαφτίζει «ευαίσθητους πατριώτες» και τους κλείνει το μάτι να συνεχίσουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Για μία ακόμα φορά, τα κόμματα που συγκροτούν το δημοκρατικό πολιτικό τόξο εμφανίζονται κατώτερα των περιστάσεων. Αντί οι εκπρόσωποί τους με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και κυρίως ενωμένοι να σκύψουν πάνω από τα κεφάλια αυτών των παιδιών και να δουν από πού ενημερώνονται, ποιους εμπιστεύονται, τι ζητούν και φυσικά ποιοι βρίσκονται από πίσω τους υποκινώντας ακραίες μορφές διαμαρτυρίας, προτιμούν να καβγαδίζουν, εντάσσοντας τους μαθητές στην προεκλογική ατζέντα τους.
Ομως υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο. Οτι τόσα χρόνια το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν κατάλαβε τι πρέπει να κάνει για να αντιμετωπίσει το αβγό του φιδιού. Διότι δεν φταίνε η λιτότητα και τα Μνημόνια. Οι Ελληνες και στην Κατοχή δεν είχαν να φάνε, αλλά φασίστες δεν έγιναν. Αυτό που κυρίως φταίει είναι η ρητορική πόλωσης που υιοθετούσαν χωρίς κανένα μέτρο και καμία αυτοσυγκράτηση, εξαπολύοντας άκριτα, ανιστόρητα και επικίνδυνα ακραίους χαρακτηρισμούς. «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73», το θυμάστε; Είναι το σύνθημα που έδωσε τη θέση του στην «ακροδεξιά Νέα Δημοκρατία του Ορμπαν». Χούντα έλεγαν τους Σαμαροβενιζέλους, φασίστες όσους διαφωνούσαν με τη συμφωνία των Πρεσπών, γερμανοτσολιάδες όσους δεν υιοθετούσαν τη ρήξη με την Ευρώπη. Και δεν κατάλαβαν ποτέ ότι όταν ισοπεδώνεις δημοκρατικά κόμματα με ακροδεξιά, εθνικιστικά ή και φασιστικά μοφώματα, κάνεις τους πραγματικούς φασίστες, εθνικιστές και ακροδεξιούς να φαίνονται κανονικοί. Οταν καταργούνται οι διαχωριστικές γραμμές, τότε πώς περιμένουμε από τα παιδιά να μην τις περάσουν;
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]