Γράφει ο Γιάννης Τσαπρούνης*
Να γίνουν όλα αυτά σε μία ημέρα αποκλείεται. Το πιθανότερο, όμως, είναι πως δεν πρόκειται να συμβούν ούτε στα επόμενα πολλά χρόνια. Δυστυχώς έχουμε συνηθίσει αντί να σχεδιάζουμε και να προετοιμάζουμε ένα καλύτερο μέλλον, να τρέχουμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα αφού έχει γκρεμιστεί ο κόσμος γύρω μας.
ΚΑΝΕΙ καμπάνια το υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ για τις αποδείξεις. Εκλιπαρούν τους τουρίστες να ζητούν απόδειξη. Εχει μεγάλη πλάκα. Μα, οι άνθρωποι στις χώρες τους κόβουν παντού αποδείξεις. Διαθέτουν φορολογική συνείδηση, γιατί το κράτος τους παρέχει υπηρεσίες. Εδώ έχουμε κάνει καθεστώς να ρωτάμε εμείς οι πολίτες το «μαγαζί»: πόσο πάει χωρίς απόδειξη; Για να γλιτώσουμε κάτι. Αφού έτσι κι αλλιώς υπερφορολογούμαστε για οτιδήποτε και οι υπηρεσίες του κράτους είναι χαμηλοτάτου επιπέδου. Εδώ και δεκαετίες οι αρμόδιοι δεν έχουν σκεφτεί ούτε να δώσουν κίνητρα απαλλαγών σε όσους πολίτες ζητούν απόδειξη ούτε έχουν… καταφέρει να κάνουν την ηλεκτρονική διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την εφορία.
ΑΛΛΑ εμείς του κεφαλιού μας. Το επόμενο μεγάλο στοίχημα είναι ποιος πολιτικός αρχηγός θα παρουσιάσει το πιο πλούσιο πακέτο παροχολογίας στη ΔΕΘ. Ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά το «λεφτά υπάρχουν»; Σαν να μην έχουμε καταλάβει τίποτα από όσα περάσαμε την τελευταία οκταετία. Σαν να μην θέλουμε να καταλάβουμε ότι τις αυριανές παροχές θα τις πληρώσουμε με νέα επώδυνα μέτρα… μεθαύριο.
ΤΑ πράγματα είναι πολύ ζόρικα. Την επόμενη δεκαετία η χώρα θα βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας νέας χρεοκοπίας. Αν η κατάσταση ξεφύγει ξανά τότε δεν θα υπάρχουν ούτε Μνημόνια για να μας σώσουν. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Και αντί να επιθυμούμε να φτιάξουμε ένα σύγχρονο κράτος για το 2030, θέλουμε να επιστρέψουμε στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90. Λες και δεν είδαμε πού καταλήξαμε.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΙΣΩΣ πια να μην έχει και νόημα τίποτα. Πάντοτε προσπαθούμε να μεταφέρουμε την κουβέντα εκεί που μας συμφέρει. Χρεοκοπούμε και κατηγορούμε τους ξένους. Ζήσαμε μια εθνική τραγωδία από πυρκαγιά και ρίχνουμε τις ευθύνες στα αυθαίρετα. «Ανακαλύψαμε» την κλιματική αλλαγή και λέμε ότι θα πάρουμε μέτρα, αλλά παράγουμε το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, ενώ αντί να φτιάξουμε ΧΥΤΑ προτιμούμε τις χωματερές και δεν έχουμε αξιόπιστο σύστημα ανακύκλωσης.
ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ένα Δημόσιο ανήμπορο να εξυπηρετήσει ουρές πολιτών και πέφτουμε από τα σύννεφα που δεν μπορεί να εκκενώσει προ κινδύνου μια περιοχή. Εχουμε ένα βρόμικο και χαμηλού επιπέδου ποδόσφαιρο και η «λύση» που σκεφτήκαμε είναι να το χρηματοδοτήσει το κράτος μην τυχόν και χάσουμε τις… ματσάρες, όπου σφάζονται τα χουλιγκάνια και οι πρόεδροι κυκλοφορούν με φουσκωτούς και πιστόλια.
ΖΟΥΜΕ σε μια χώρα όπου το κράτος χρειάζεται δύο με τρία χρόνια για να εκδώσει μια σύνταξη. Και στη Δικαιοσύνη απαιτούνται κατά μέσο όρο επτά χρόνια για να τελεσιδικήσει μια απλή υπόθεση. Εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια υποτίθεται πως θα μπουν οι μπουλντόζες στο Ελληνικό.
ΕΞΑΛΛΟΙ γινόμαστε με όλα αυτά. Αλλά ενώ ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα έχει πέσει στα 900 ευρώ και σχεδόν 700.000 εργαζόμενοι έχουν αποδοχές των 350 ευρώ συνεχίζουμε να πληρώνουμε 4 ευρώ για τη φρεντουδιά μας. Περιμένουμε όμως τις παροχές της ΔΕΘ, τις νέες αυταπάτες. Σαν να νομίζουμε ότι θα πιάσουμε το τζόκερ. Εξαλλοι γινόμαστε στα λόγια, αλλά τα ξεχνάμε όλα μπροστά στην κάλπη. Δυστυχώς δεν πρόκειται να μεταρρυθμίσουμε τη νοοτροπία μας. Και ούτε ένα θαύμα πρόκειται να μάς σώσει.
*Ο Γιάννης Τσαπρούνης είναι διευθυντής σύνταξης του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]