Γράφει ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης*
Κατά τη γνώμη μου, όταν πρέπει να βγάλεις ένα συμπέρασμα για το ποιό ακριβώς θα είναι το όφελος για σένα από την πιθανή συμμετοχή σου σε μια συμμαχία θα πρέπει πρώτα να εξετάσεις το ποιά ακριβώς θα είναι τα κέρδη στα οποία προσβλέπουν τα υπόλοιπα μέλη της συμμαχίας από την είσοδο σου σε αυτή. Για να εκτιμήσεις δηλαδή το τί μπορούν ή τί θα είναι υποχρεωμένοι να σου προσφέρουν θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις το τί μπορείς εσύ να τους προσφέρεις.
Στη συνέχεια, προσμετρώντας το δεδομένο ότι οι σχέσεις στην εξωτερική πολιτική καθορίζονται αποκλειστικά από συμφέροντα και όχι από άλλους παράγοντες (όπως το τί είναι ιστορικά δίκαιο, τί είναι λογικά σωστό ή τί θέλουν οι πολίτες) δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις το ποιά θα είναι η αξία σου στην όλη υπόθεση.
Αν δεχτούμε για χάρη της συζήτησης ότι οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία και την Ισπανία δίνουν εκ νέου μια δυναμική σε αυτό το αφήγημα και δικαιώνουν όσους χαμογελάνε και κλείνουν πονηρά το μάτι ισχυριζόμενοι, πως ο άνεμος της αλλαγής δυναμώνει, πως υπήρχε και υπάρχει τελικά μια ρεαλιστική βάση στο ενδεχόμενο της συγκρότησης μιας συμμαχίας του νότου, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε μερικά πράγματα πριν τους απορρίψουμε ως αιθεροβάμονες που συνεχίζουν να ζουν την αυταπάτη τους.
Στην Ιταλία, ο άνθρωπος που αναλαμβάνει το υπουργείο Ευρωπαϊκών υποθέσεων θεωρήθηκε προηγουμένως ακατάλληλος από τον Ιταλό Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη θέση του υπουργού των Οικονομικών καθώς οι απόψεις του για την ευρωζώνη και το μέλλον της Ευρώπης αποτελούν κόκκινο πανί για την γραφειοκρατία των Βρυξελλών και για τους εκπροσώπους του τραπεζικού συστήματος.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Στην Ισπανία, ο άνθρωπος που αναλαμβάνει τα ηνία θα είναι ο πρώτος πρωθυπουργός στην Ισπανία που προέκυψε από πτώση κυβέρνησης κατόπιν υπερψήφισης πρότασης μομφής. Πολλοί τον αποκαλούν με το παρατσούκλι “το ομορφόπαιδο” και η πρώτη του κίνηση ήταν να ευχαριστήσει τους Καταλανούς (οι οποίοι πρόσφατα μέσω δημοψηφίσματος ζήτησαν την απόσχιση τους από την Ισπανία) δηλώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεση του να επιδιώξει την έναρξη διαλόγου μαζί τους.
Στην Ελλάδα, ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη να προΐσταται του υπουργείου Οικονομικών δηλώνει πως όλα αυτά δεν θα επηρεάσουν ούτε την έξοδο μας στις αγορές αλλά ούτε και την καθαρή, αυγουστιάτικη μας έξοδο από τα μνημόνια. Είναι βέβαια ο ίδιος άνθρωπος που τον ρωτάς κάτι και σου απαντάει: “Είναι δύσκολο να σου απαντήσω τώρα”. Τον ξαναρωτάς αργότερα -το ίδιο πράγμα- και σου απαντάει: “Σου απάντησα την …προηγούμενη φορά!”
Στην προσπάθεια λοιπόν να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα αν τελικά μπορούν να συμμαχήσουν αυτές οι τρεις κυβερνήσεις με τα “ιδιαίτερα” χαρακτηριστικά για να αλλάξουν την Ευρώπη και να βάλουν φρένο στην Γερμανοποίηση της, πρέπει αρχικά να δούμε αν υπάρχει κοινό έδαφος για να στηριχτεί αυτή.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως έχουν πράγματι έναν κοινό παρανομαστή, το γεγονός δηλαδή πως ήρθαν στην εξουσία με συνθήματα κυρίως εναντίον “των εξόφθαλμων και εξοργιστικών φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής των προηγούμενων κυβερνήσεων.” Κοινό χαρακτηριστικό τους επίσης είναι πως αποτελούνται από ανθρώπους, που αμφισβητούν ευθέως το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπό τη σημερινή του μορφή ενώ δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία πως θα απαιτήσουν (όταν μπορέσουν) μεγάλες αλλαγές στις εφαρμοζόμενες πολιτικές και στα ζητήματα της οικονομίας αλλά και στον τρόπο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης.
Σε μία τέτοια συμμαχία η χώρα μας ελάχιστα θα μπορούσε να προσφέρει σε επίπεδο ρητορικής εναντίον της “Γερμανικής” Ευρώπης καθώς μόλις πρόσφατα μας αναγνώρισαν οι εταίροι, ως τους καλύτερους μαθητές των αγορών και μας δίνουν συγχαρητήρια για την… ευλυγισία μας και την ικανότητα μας να… προσαρμοζόμαστε. Από την άλλη η πρώτη εικόνα που δίνει η νέα Ιταλική κυβέρνηση είναι πως σκοπεύει να… παίξει σκληρή άμυνα, ίσως και κατενάτσιο, ενώ η Ισπανική πως έχει δικά της σοβαρά εσωτερικά προβλήματα να ασχοληθεί.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις καταλήγω να πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τον τρόπο που θα επιλέξουν να τοποθετηθούν αυτές οι δύο χώρες κατά την δύσκολη όσο και κρίσιμη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσοι προστρέξουν λοιπόν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, εκείνα που κάποτε χαρακτηρίστηκαν ως αυταπάτες, θεωρώντας πως έτσι ίσως επιστρέψει η αισιοδοξία στους Έλληνες για μεγάλες αλλαγές και μάλιστα σύντομα θα πρέπει να μας πουν και ποιά ακριβώς ισχυρίζονται πως θα είναι η συνεισφορά της χώρας μας σε αυτή τη συμμαχία του νότου.
Αλλιώς η πρόταση τους αποτελεί υλικό για τη συγγραφή τραγωδιών.
*Ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με την Ένωση Κεντρώων
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]