Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Ολες οι άλλες χώρες που βρέθηκαν στην ανάγκη να μπουν σε πρόγραμμα-Μνημόνιο το έχουν αφήσει οριστικά πίσω τους, μαζί με την κρίση στα ακίνητα. Με βάση τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2016, οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό 6%-7% στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ενώ η μείωση που παρατηρείται στην Κύπρο είναι εξαιρετικά περιορισμένη, της τάξης του 1,2%.
Βασική αιτία οι φόροι
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Ελλάδα είχε δημιουργηθεί μία «φούσκα» ακινήτων. Επρεπε όμως να αντιμετωπιστεί με έναν ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο για να μην προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην οικονομία. Αντί γι’ αυτό επελέγη η «λύση» της υπερφορολόγησης των ακινήτων με ιδιαίτερα αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Τα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού από φόρους στην ακίνητη περιουσία υπερδιπλασιάστηκαν από 526 εκατ. ευρώ το 2009 σε 1,17 δισ. ευρώ το 2011 και στη συνέχεια εκτοξεύτηκαν στα 2,86 δισ. ευρώ το 2012, ύστερα από τις αποφάσεις του Σεπτεμβρίου του 2011, οπότε ο τότε υπουργός Οικονομικών, κ. Βενιζέλος, προχώρησε στην υπερφορολόγηση των ακινήτων για να πειστούν οι «υπάλληλοι» της τρόικας -όπως τους χαρακτήριζε- να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να συνεχίσουν την αξιολόγηση της εφαρμογής του προγράμματος-Μνημονίου.
Η υπερφορολόγηση των ακινήτων έπρεπε να είχε αποτραπεί με ένα μίγμα ουσιαστικής μείωσης των δημοσίων δαπανών και πιο χαλαρής πολιτικής στον τομέα των ακινήτων και της οικοδομής, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση σημαντικών εσόδων για το Δημόσιο από το φόρο μεταβίβασης και τον ΦΠΑ στην οικοδομή και στους κλάδους της οικονομίας που συνδέονται με αυτήν.
Το 2009 το Δημόσιο εισέπραξε 1 δισ. ευρώ από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, ενώ τα ετήσια έσοδα δεν ξεπερνούν πλέον τα 100 εκατ. ευρώ. Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας είχαμε περίπου 120.000 συναλλαγές στον τομέα των ακινήτων, ενώ σήμερα έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο των 10.000.
Καταστροφικές είναι οι εξελίξεις και στον τομέα των κατασκευών κατοικιών. Το πρώτο τρίμηνο του 2016 κατασκευάστηκαν λιγότερο από 2.000 κατοικίες σε όλη τη χώρα, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 26.000 το πρώτο τρίμηνο του 2007 και 14.578 το πρώτο τρίμηνο του 2010. Η εντυπωσιακή κατάρρευση στις κατασκευές κατοικιών περιόρισε στο ελάχιστο την οικονομική δραστηριότητα, αύξησε εντυπωσιακά την ανεργία και δημιούργησε ανυπέρβλητα προβλήματα σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, μεταξύ των οποίων η τσιμεντοβιομηχανία και η χαλυβουργία.
Ο πειρασμός της εξουσίας
Ολες οι διεθνείς έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πλέον φορολογικό κίνητρο, αντίθετα υπάρχουν ένα σωρό αντικίνητρα, για την κατασκευή κατοικιών στην Ελλάδα και γενικότερα την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και της οικοδομικής δραστηριότητας.
Η απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος μέσω της υπερφορολόγησης των ακινήτων και η αδυναμία των επόμενων κυβερνήσεων να κινηθούν σε άλλη κατεύθυνση προκάλεσαν τη μετατροπή της ακίνητης περιουσίας πολλών νοικοκυριών σε ασήκωτο φορολογικό φορτίο, συνέβαλε στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και πρόσφερε τη μεγάλη πολιτική ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδίκησε και πήρε την εξουσία υποσχόμενος, μεταξύ των άλλων, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ.
Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, και οι συνεργάτες του ξέχασαν πολύ εύκολα τις δεσμεύσεις τους και τώρα εργάζονται για να αυξήσουν τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ πολύ πάνω από το όριο των 3 δισ. ευρώ το χρόνο. Υπό την πίεση των αποκαλύψεων στα ΜΜΕ υποχρεώθηκαν σε κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής που περιορίζουν κάπως την έκταση της υπερφορολόγησης, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι στηρίζουν τη δημοσιονομική τους πολιτική στην αύξηση της υπερφορολόγησης των ακινήτων.
Πρόκειται για μια επιλογή που συμβάλλει στην επ’ αόριστον αναβολή της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση εργάζεται, στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, για το δραστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, με τις επιλογές της όμως υπονομεύει τα παραδοσιακά συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων συνδυάζεται με την επιβολή νέων φορολογικών βαρών στον τουριστικό τομέα, ενώ και οι παραδοσιακοί εξαγωγικοί κλάδοι αντιμετωπίζουν πρόσθετες δυσκολίες εξαιτίας του κλίματος επιχειρηματικής αβεβαιότητας και της έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης. Είναι να απορεί κανείς πώς θα οργανωθεί η ανάκαμψη και στη συνέχεια η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας όταν δεν αξιοποιούμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Προγραμματισμένη επιδείνωση
Με τις επιλογές του κ. Τσίπρα και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης οδηγούμαστε σε προγραμματισμένη επιδείνωση της κατάστασης.
● Πρώτον, συνεχίζεται η αύξηση των φορολογικών βαρών για τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η υποχώρηση των τιμών τους. Αυτό σημαίνει ότι η φορολογία δεν έχει πλέον σχέση με την εμπορική αξία των ακινήτων αλλά με τις λεγόμενες αντικειμενικές αξίες, οι οποίες είναι απόλυτα υποκειμενικές εφόσον εκφράζουν την πολιτική βούληση της κυβέρνησης για υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας.
● Δεύτερον, παρατηρείται συνεχής αύξηση των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων, τα οποία το πρώτο τρίμηνο του 2016 ανήλθαν στο 42% του συνόλου. Από τη στιγμή που υπερφορολογείται η ακίνητη περιουσία και πέφτει συνεχώς η αξία των ακινήτων οι δανειολήπτες, οι οποίοι έχουν περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, χάνουν το κίνητρο για την εξυπηρέτηση του δανείου τους. Οι περισσότεροι από αυτούς κουβαλάνε ένα στεγαστικό δάνειο που ξεπερνάει την εμπορική αξία του ακινήτου τους, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν τις εισοδηματικές δυνατότητες του παρελθόντος.
● Τρίτον και σημαντικότερο, ο κ. Τσίπρας έχει δεχτεί, στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών, με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους, οι οποίοι θα αρχίσουν να εφαρμόζονται από το φθινόπωρο, μετά την απομάκρυνση ανώτατων στελεχών των συστημικών τραπεζών που θεωρούν ότι μια επιθετική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα λύσει. Με τους πλειστηριασμούς των ακινήτων σε μεγάλη κλίμακα θα ενισχυθεί η υπερπροσφορά ακινήτων σε μια παγωμένη αγορά και θα επιταχυνθεί η πτώση της αξίας τους με εξαιρετικά οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η κυβέρνηση πρέπει να χαράξει διορθωτική πορεία για να αποτρέψει την προγραμματισμένη καταστροφή, σύμφωνα όμως με όλες τις ενδείξεις δεν θέλει ούτε μπορεί. Δίνει άμεση προτεραιότητα στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, η οποία βέβαια συμβαδίζει με την ενίσχυση και την επέκταση του κομματικού κράτους, ανεξάρτητα από τη ζημιά που συντελείται στην πραγματική οικονομία. Επιπλέον, είναι τέτοιες οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει προσωπικά ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου για τους κανόνες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ώστε θεωρείται πρακτικά αδύνατη η προάσπιση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων των δανειοληπτών που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της Ν.Δ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής που κυκλοφορεί