Υπάρχουν, μάλιστα, ακόμα πιο «προχωρημένα» ερωτήματα που θέτουν τον προβληματισμό «Αθωώθηκε, αλλά γιατί εξαρχής κατηγορήθηκε;». Με λίγα λόγια, δεν μας νοιάζει που απαλλάχθηκε, μας νοιάζει που κάποτε κατηγορήθηκε. Πρόκειται για μία αντίληψη που στερείται κάθε νομικής λογικής, αφού καθιστά πολίτες που αθωώθηκαν εσαεί απολογούμενους.
Η περίπτωση Δοξιάδη αναδεικνύει ταυτόχρονα και κάτι άλλο. Την προβληματική πτυχή της ελληνικής πολιτικής σκηνής που μέχρι πριν από μερικά χρόνια λειτουργούσε ουσιαστικά ως κλειστό επάγγελμα. Τις τελευταίες ώρες πολλοί θυμήθηκαν την περίπτωση του Γ. Βερνίκου, που αν και κανείς δεν αμφισβήτησε τις ικανότητες ή τη διάθεσή του, αναγκάστηκε λόγω ασυμβίβαστου να παραιτηθεί από τη θέση του υφυπουργού Ναυτιλίας (το 2012, στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου).
Παρά τις διαφορές των δύο περιπτώσεων και παρά τα τολμηρά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, παραμένει γεγονός πως στην Ελλάδα οι λεγόμενοι τεχνοκράτες, οι άνθρωποι που προέρχονται από τον επιχειρηματικό ή ακαδημαϊκό κόσμο και από την ευρύτερη κοινωνία των πολιτών αντιμετωπίζονται κατ’ αρχάς με καχυποψία. Οταν επιτυχημένοι επαγγελματίες αποφασίζουν να αναλάβουν μία δημόσια θέση, και μάλιστα με μικρότερες απολαβές από αυτές που θα είχαν στον ιδιωτικό τομέα, ξεκινά στο πρόσωπό τους μία προσπάθεια αποδόμησης και αμφισβήτησης. Αντιμετωπίζονται περίπου ως ύποπτοι, αφού η μέση λογική δεν μπορεί να αντιληφθεί για ποιον λόγο κάποιος που έχει διαγράψει μια επιτυχημένη πορεία στο εξωτερικό ή στο ελληνικό επιχειρείν να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά.
Πολύ γρήγορα αυτό εξελίσσεται σε πόλεμο μεταξύ των κομμάτων, σαν μία προσπάθεια του πολιτικού οικοσυστήματος να προστατεύσει τον εαυτό του από «ξενικά είδη». Λίγοι, τελικά, καταφέρνουν να φθάσουν μέχρι το τέλος, αφού όσοι δεν γεννήθηκαν εντός του κομματικού σωλήνα δύσκολα αντέχουν την τοξικότητα του Διαδικτύου, τον λαϊκισμό και τους δικαστές του πληκτρολογίου.