Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Με αυτά τα λόγια ο Αγγελος Δεληβορριάς προλόγιζε το βιβλίο «Αντώνης Εμμ. Μπενάκης, ο ευπατρίδης, ο διανοούμενος, ο ανθρωπιστής». Αυτά ακριβώς τα λόγια πρέπει να χρησιμοποιήσουμε σήμερα για τον ίδιο. Η συγκρότηση της βιογραφίας του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση γιατί έζησε πολλές ζωές σε μία… Ευπατρίδης, διανοούμενος, ανθρωπιστής και ο ίδιος, όπως ακριβώς ο ιδρυτής του μουσείου που υπηρέτησε για περισσότερο από 40 χρόνια, ο Αγγελος Δεληβορριάς ενσάρκωνε όλα όσα έχει ανάγκη η σύγχρονη Ελλάδα. Ενας ιδιοφυής, βαθύτατα μορφωμένος, χαρισματικά κοινωνικός, καλλιεργημένος, με υψηλή αίσθηση καθήκοντος και με απαράμιλλη αισθητική Ελληνας που η απώλειά του είναι αδύνατο να αναπληρωθεί.
ΟΣΟΙ ΕΙΧΑΜΕ την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά έχουμε την ατυχία να μη βρίσκουμε λέξεις ικανές να περιγράψουν την προσωπικότητά του. Να περιγράψουν αυτό που εύστοχα έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης: «Υπάρχει εν τέλει και ένα μοντέρνο κλέος σε αυτήν τη χώρα και όχι μόνο το αρχαίο – και ας ήταν αρχαιολόγος ο ίδιος ο Δεληβορριάς». Δεν πρόκειται για κάποιον επιπόλαιο θαυμασμό ούτε για λόγια κενά περιεχομένου. Οταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τον «απολογισμό» του Αγγελου Δεληβορριά, αντιλαμβάνεσαι πως στην ουσία πρέπει να γράψεις για το απάνθισμα μιας ζωής γεμάτης δημιουργίας, που ξεχείλιζε από πολιτισμό και ήθος. Μιας ζωής ντυμένης με μπλε πουκάμισο, μποέμ τζιν και κομψό μπλέιζερ, μιας ζωής με καταγάλανα μάτια και βαθύ τρανταχτό γέλιο, που καταβρόχθιζε γνώσεις και εικόνες για να τις μεταλαμπαδεύσει στους νεότερους.
ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΣ, πληθωρικός, αιωνίως έφηβος, αεικίνητος, με ένα τσιγάρο μονίμως στο χέρι, περιτριγυρισμένος πάντα από έργα τέχνης και βιβλία, θεατρικός αλλά όχι ψεύτικος, ο Δεληβορριάς ήταν η ψυχή του Μουσείου Μπενάκη. Υπήρξε ο μακροβιότερος (διεθνώς) διευθυντής μουσείου, ο άνθρωπος που γύρω του γύριζαν τα πάντα. Από τη συνεργασία με το κράτος μέχρι τη λεπτομέρεια μιας έκθεσης. Ηταν εκείνος που πρωτοπόρησε ανοίγοντας το μουσείο στο ευρύ κοινό. «Θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω ότι όταν ήρθα στο μουσείο οργανώθηκαν οι πρώτες συναυλίες. Επί των ημερών μου το Μπενάκη ήταν το πρώτο μουσείο που πρόσφερε στους επισκέπτες ένα ποτήρι κρασί και μετά για πρώτη φορά, επίσης, ανοίξαμε το εστιατόριο. Εγκαινιάσαμε δηλαδή το άνοιγμα του μουσείου στο κοινό χωρίς εξαιρέσεις κατηγοριών…», έλεγε σε παλαιότερη συνέντευξή του στον «Ε.Τ.» (στον Αντώνη Καρατζαφέρη).
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ δεν ήταν μίζερη ούτε εξειδικευμένη σε αυτό που υπηρετούσε. Πίστευε με πάθος σε ό,τι καλύτερο παρήγαγε η Ελλάδα, στην ποίηση, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη χαρακτική, στο χορό, στον κινηματογράφο. Η δημιουργία δεν τεμαχίζεται, επαναλάμβανε. «Ελεγα και ο Περικλής και ο Κολοκοτρώνης και ο Χαλεπάς. Θέλω να πω ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Ελλάδα σαν πολιτισμική ενότητα». Οταν τον ρωτούσαν για την Ελλάδα και την κρίση, προέτασσε την αισιοδοξία του: «Εχω μια εικόνα για την Ελλάδα μεγάλη, συνολική, που ξετυλίγεται μέσα στο χρόνο. Αυτή ακριβώς η εικόνα θρέφει τη βαθύτατη αισιοδοξία μου ότι πέρα από τα Μνημόνια, πέρα από τα προσκαιρινά, πέρα από τις δυσκολίες της στιγμής, θα πάμε καλά. Γιατί ο τόπος είναι πάρα πολύ καλός, γιατί οι άνθρωποί του είναι πάρα πολύ καλοί».
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Αρχαιολογίας και ακαδημαϊκός, ο Αγγελος Δεληβορριάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακά στη Γερμανία και το 1956 άρχισε να υπηρετεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και συγκεκριμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1973 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και ένα χρόνο αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 2014. Το 1992 αναγορεύτηκε καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο. Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά σαν από ειρωνεία της τύχης η εκδήλωση για την επίσημη αποδοχή του ήταν προγραμματισμένη την Τρίτη 24 Απριλίου, την ημέρα που έφυγε από τη ζωή. Αν το βλέπει κάπως, κάπου από εκεί όπου είναι, μάλλον θα γελάει δυνατά, ανάβοντας ένα από τα αγαπημένα του «Slim».
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]