Αυτή τη φορά στόχος δεν είναι η μετωπική αντιπαράθεση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές αλλά ένα παιχνίδι πολιτικών ελιγμών και λέξεων που έχει στόχο να κερδίσει κάποια χρονικά περιθώρια για λογαριασμό της κυβέρνησης. Το πιθανότερο είναι ότι η τακτική της κυβερνητικής ηγεσίας θα ανεβάσει κι άλλο το κόστος διαχείρισης της κρίσης.
Διπλή γλώσσα
Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Τσακαλώτος, διευρύνει, με τις κινήσεις του, τον ορισμό της διπλής πολιτικής γλώσσας. Στην Ελλάδα εμφανίζεται, μέσω της ομάδας των 53 της οποίας ηγείται, σαν σκληρός επικριτής του οικονομικού προγράμματος που έχει συμφωνήσει ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, με τους εταίρους και εφαρμόζει η κυβέρνηση.
Απορρίπτει τη λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος, την οποία οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του. Αντί να εξηγεί το οικονομικό επιτελείο στην ελληνική κοινή γνώμη τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να βγει η οικονομία από το αδιέξοδο και να επιστρέψει σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης, ο κ. Τσακαλώτος κάνει ό,τι μπορεί για να διαχωρίσει τη θέση του από την πολιτική που εφαρμόζεται.
Ουσιαστικά, καταγγέλλει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης μέσω της λεγόμενης ομάδας των 53, η οποία αποτελεί σήμερα την αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ χρησιμοποίησε και την επίσκεψη του επιτρόπου κ. Μοσκοβισί στην Αθήνα για να διαχωρίσει τη θέση του από το οικονομικό πρόγραμμα. Το έκανε με ευπρεπή τρόπο, υποστηρίζοντας ότι η ενασχόληση των εκπροσώπων των πιστωτών με την παραμικρή λεπτομέρεια του προγράμματος στέκεται εμπόδιο στη διεκδίκηση της ιδιοκτησίας του από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Αλλοτε με πολιτικά επιθετικό τρόπο και άλλοτε πιο διακριτικά στέλνει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέση με το οικονομικό πρόγραμμα που εφαρμόζει, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η κρίση αξιοπιστίας που εκδηλώνεται διεθνώς εις βάρος της, να μεγαλώνει το κοινωνικό κόστος του προγράμματος και να περιορίζεται το οικονομικό όφελος.
Στις Βρυξέλλες ο κ. Τσακαλώτος εμφανίζεται με διαφορετική επιχειρηματολογία. Σε πρόσφατη κοινή εμφάνισή του με άλλους έξι υπουργούς Οικονομικών στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εμφανίστηκε σαν φεντεραλιστής του οποίου οι προσδοκίες διαψεύδονται από την πολιτική των κυβερνήσεων των ισχυρών χωρών της Ε.Ε. Υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να αναλάβει το χρέος και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με τους όρους που παρεμβαίνει η Ουάσιγκτον υπέρ διάφορων Πολιτειών των ΗΠΑ. Η φεντεραλιστική θεωρία Τσακαλώτου δεν έχει βέβαια σχέση με την πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα ούτε με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Στις ΗΠΑ οι ομοσπονδιακές αρχές έχουν στη διάθεσή τους έναν τεράστιο προϋπολογισμό που λειτουργεί συμπληρωματικά στον προϋπολογισμό των Πολιτειών, ενώ στην Ε.Ε. ο προϋπολογισμός δεν ξεπερνάει το 1% του ΑΕΠ των 28 χωρών- μελών. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται σταδιακός περιορισμός των ποσών που διατίθενται μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ενώ η απόφαση των Βρετανών υπέρ του Brexit θα μεγαλώσει την κρίση χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ο οποίος θα στερηθεί την καθαρή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στην Ελλάδα εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ που αρνείται την ιδιοκτησία του προγράμματος και στις Βρυξέλλες υποστηρικτής του πιο ακραίου φεντεραλισμού, με προοπτική να μετατραπούν οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. στο αντίστοιχο των Πολιτειών των ΗΠΑ. Οι παρεμβάσεις του κ. Τσακαλώτου, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καταγράφονται και αναλύονται από τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών. Οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ότι αισθάνονται ανακουφισμένοι που ο Τσακαλώτος δεν ακολουθεί τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που ακολουθούσε ο Βαρουφάκης αλλά δεν του έχουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ορισμένοι δηλώνουν ότι «χαιρόμαστε πολύ που δεν είναι σαν τον Βαρουφάκη», ενώ οι πιο υποψιασμένοι παρακολουθούν τις κινήσεις του στο εσωτερικό της Ελλάδας και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να επιχειρήσει, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να αποσταθεροποιήσει από τα αριστερά τον κ. Τσίπρα.
Μαδώντας τη μαργαρίτα
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Ανάλογους πολιτικούς και λεκτικούς ακροβατισμούς επιχειρεί ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, μεγαλώνοντας την κρίση εμπιστοσύνης εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, ειδικεύεται στα σενάρια που έχουν σχέση με το ρόλο του ΔΝΤ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της πολιτικής κυριαρχίας του κ. Βαρουφάκη στην κυβέρνηση ο κ. Τσίπρας αξιοποιούσε τις προτάσεις του ΔΝΤ σε μια προσπάθεια να φέρει σε δύσκολη θέση τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές. Εκείνη την περίοδο το ΔΝΤ έπαιζε, κατά την άποψη της κυβερνητικής ηγεσίας, θετικό ρόλο με τους Ευρωπαίους εταίρους, και ιδιαίτερα τη Γερμανία, να ακολουθούν λάθος πολιτική.
Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, «άδειασε» τον κ. Βαρουφάκη και την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και διαμόρφωσε μια ειδική προσωπική σχέση με την καγκελάριο της Γερμανίας, κ. Μέρκελ, από την οποία μέχρι πριν από λίγα χρόνια ζητούσε να μην επισκέπτεται την Ελλάδα και να μην έχει επαφές με τον πρωθυπουργό, κ. Σαμαρά. Η στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Τσίπρα περιελάμβανε και την αξιολόγηση του ρόλου του ΔΝΤ. Ο πρωθυπουργός έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι ανώτατα στελέχη του ΔΝΤ συνωμοτούσαν εις βάρος της κυβέρνησής του. Οι καταγγελίες του κ. Τσίπρα δεν εντυπωσίασαν την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, οδήγησαν όμως στην αυστηροποίηση του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, με το σκεπτικό ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αναξιόπιστη και δεν πρέπει να έχει μεγάλα περιθώρια ελιγμών.
Η επίσκεψη του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, κ. Τζακ Λιου, στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας, έδωσε την ευκαιρία στην κυβερνητική ηγεσία για μια νέα αξιολόγηση του ρόλου του ΔΝΤ και των ΗΠΑ. Επέστρεψε στην αρχική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ευνοϊκότερες για τα ελληνικά συμφέροντα θέσεις απ’ ό,τι οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο.
Στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του διαμορφώνουν την επιχειρηματολογία τους ανάλογα με τη συγκυρία και το σε ποιον απευθύνονται ενώ έχουν πάντα επιλεκτική ακοή. Για παράδειγμα, όταν οι ΗΠΑ ή το ΔΝΤ πιέζουν ταυτόχρονα την Ε.Ε. και την Ελλάδα για μια πιο ευνοϊκή αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και την επιτάχυνση και την εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, η κυβέρνηση Τσίπρα κρατάει την πρόταση για ευνοϊκότερη αναδιάρθρωση του χρέους, λησμονώντας σκόπιμα όσα αφορούν στις διαρθρωτικές αλλαγές και έχουν σχέση με την παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, την πιο δραστική μείωση των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, τη μείωση των δημοσίων δαπανών και του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων.
Κανείς δεν ασχολείται
Οι Ευρωπαίοι εταίροι συνέβαλαν στην προσωρινή τακτοποίηση της ελληνικής εκκρεμότητας και προχώρησαν στην πρώτη θετική αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου στην τελική ευθεία προς το κρίσιμο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον ήθελαν να αποφύγουν μια νέα ελληνική κρίση λίγο πριν από την κρίσιμη απόφαση για το Brexit. Δεν εντυπωσιάζονται όμως από τους πολιτικούς και λεκτικούς ακροβατισμούς του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου ούτε έχουν τη διάθεση και τη δυνατότητα για μεγαλύτερη στήριξη της ελληνικής οικονομίας.
Η δυναμική που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες υπέρ των δεξιών ευρωσκεπτικιστών και των ακροδεξιών αντιευρωπαίων σχετίζεται και με τις κακές οικονομικές επιδόσεις και την πολιτική κόπωση που παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την κυβέρνηση Τσίπρα. Οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης έχουν άλλες προτεραιότητες, από την άνοδο της άκρας Δεξιάς στη Γαλλία και την Ιταλία μέχρι την ενίσχυση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και των Φιλελευθέρων στη Γερμανία, πολύ διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, τις οποίες ενώνει το κοινό αίτημα για αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη, για να ασχοληθούν στα σοβαρά με τις θεωρίες και τα σενάρια που αναπτύσσουν με εντυπωσιακή ευκολία ο κ. Τσίπρας και ο κ. Τσακαλώτος.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν προσδιοριστεί από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων και αποτυπώνονται στο εξαιρετικά δύσκολο τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο, το οποίο διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε ο κ. Τσίπρας. Αποκλείεται, τουλάχιστον μέχρι τις βουλευτικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2017, οποιαδήποτε παρέμβαση για την τροποποίηση του ελληνικού προγράμματος.
Στη συνέχεια πολλά θα εξαρτηθούν από το πολιτικό σκηνικό που θα έχει διαμορφωθεί στη Γαλλία, στη Γερμανία και την Ιταλία. Μέχρι τότε η πολιτική φλυαρία του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών θα συμβάλει στην άνοδο του οικονομικού και κοινωνικού κόστους της διαχείρισης της κρίσης.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της Ν.Δ.