Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Συχνά όμως η απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη αποδεικνύεται τεράστια. Ιδιαίτερα η κυβέρνηση Τσίπρα αξιοποίησε τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των μικρομεσαίων από την περιοριστική πολιτική του προγράμματος-Μνημονίου για να δημιουργήσει προσδοκίες τις οποίες στη συνέχεια διέψευσε με την πολιτική της.
Την τελευταία τριετία η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων που προκάλεσε στο τραπεζικό σύστημα η κρίση του 2015, η συστηματική αύξηση της φορολογίας με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τσίπρα -χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΦΠΑ στην εστίαση αλλά και η φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων- και η μεγάλη αύξηση του ασφαλιστικού κόστους η οποία οδηγεί και στη μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση για προφανείς οικονομικούς λόγους.
Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δέχεται μεγάλες πιέσεις σε επίπεδο Ε.Ε. αλλά η Ελλάδα ανήκει -και σε αυτή την περίπτωση- στη δική της κατώτερη κατηγορία. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας το οποίο μπορεί να στηρίζεται στις ακόλουθες πρωτοβουλίες.
Η δεύτερη ευκαιρία
Σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. επεξεργάζονται πολιτικές για τη λεγόμενη δεύτερη ευκαιρία. Πολλοί μικρομεσαίοι οδηγούνται σε αδιέξοδο, αυτός άλλωστε είναι ένας από τους κανόνες της αγοράς, αλλά δεν αφήνονται αβοήθητοι γιατί θεωρείται ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι έμπειροι επιχειρηματίες που μπορούν να διδαχτούν από τα λάθη τους και να φτάσουν στην επιτυχία προσθέτοντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην απασχόληση.
Μόνο στην Ελλάδα, όπου το 60% των μικρομεσαίων δέχτηκε συντριπτικά χτυπήματα από την κρίση με αποτέλεσμα να έχουν «κόκκινα» δάνεια και άλλες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν, δεν υπάρχει καμία πρόνοια για τη δεύτερη ευκαιρία. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται η πιο προωθημένη ευρωπαϊκή χώρα σε αυτά τα ζητήματα, με αποτέλεσμα να χρειάζεται μόνο ένας χρόνος για να ρυθμιστούν οι εκκρεμότητες όσων βρέθηκαν σε επιχειρηματικό αδιέξοδο και να μπουν ξανά στο παιχνίδι. Βέβαια, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ αυτών που προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν για διάφορους λόγους και αυτών που έφτασαν σε κάποιου είδους δόλια πτώχευση για να εξυπηρετηθούν σε βάρος της οικονομίας. Σύμφωνα με τις έρευνες της ΤτΕ, το σχετικό ποσοστό είναι της τάξης του 20% στην Ελλάδα, δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι το 60% των μικρομεσαίων αντιμετωπίζει σοβαρά ή ανυπέρβλητα προβλήματα εξαιτίας της κρίσης, το 80% του 60%, ή το 48% του συνόλου, ουσιαστικά ο ένας στους δύο, είχαν καλές προθέσεις.
Αναπτύσσονται πρωτοβουλίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε να υπάρξει ένας κανόνας παροχής της λεγόμενης δεύτερης ευκαιρίας, κατά μέσον όρο σε μία τριετία, σε επίπεδο Ε.Ε. Στην Ελλάδα χρειάζεσαι τουλάχιστον μία δεκαετία για την οργάνωση της επανεκκίνησης, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν χαμένοι για την οικονομία δημιουργικοί σαραντάρηδες, πενηντάρηδες, εξηντάρηδες, οι οποίοι είχαν αποδείξει, υπό καλύτερες συνθήκες, τις επαγγελματικές τους ικανότητες. Αν προσθέσουμε σε αυτούς τη γενιά του brain drain, καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική που ακολουθούμε οδηγεί σε μία φοβερή σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού και κάνει ακόμη πιο δύσκολο το πέρασμα της οικονομίας σε περίοδο δυναμικής και σταθερής ανάπτυξης.
Η επιστροφή των τραπεζών
Ενα άλλο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί για να υποστηριχτεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι η κρίση του τραπεζικού συστήματος εξαιτίας του αποτυχημένου οικονομικού πειράματος του 2015. Οι τράπεζες δεν έχουν συνέλθει από την απώλεια καταθέσεων της τάξης των 40 δισ. ευρώ, από την αύξηση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων στο επίπεδο του 45% του συνόλου και από την απαξίωση των μετοχών τους, η οποία κόστισε στους Ελληνες φορολογούμενους ένα ποσό της τάξης των 35 δισ. ευρώ από τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποίησεις, το οποίο, θέλουμε δεν θέλουμε, θα πληρώσουμε. Είναι μία κατά κεφαλήν επιβάρυνση των 3.500 χιλιάδων ευρώ ή για μία τετραμελή οικογένεια των 14.000 ευρώ, που δείχνει πόσο ακριβά πληρώνουμε τους αποτυχημένους πειραματισμούς.
Οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, οι λίγες τυχερές που τα καταφέρνουν παίρνουν δάνεια με πολλαπλάσιο επιτόκιο από αυτό που ισχύει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ε.Ε., ενώ έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι συστημικές τράπεζες θα εξυγιάνουν το χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων» δανείων με πολύ σκληρές μεθόδους και πως για τα επόμενα χρόνια η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα λειτουργήσει, στις περισσότερες περιπτώσεις, χωρίς πίστωση.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Με τη μέθοδο που σας περιέγραψα θα συνεχιστεί η οικονομική και κοινωνική κρίση. Χρειαζόμαστε πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να παρακαμφθούν πολλά από τα προβλήματα του τραπεζικού μας συστήματος σε όφελος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ο κ. Ντράγκι και οι συνεργάτες του έχουν αποδείξει ότι, όταν θέλουν, μπορούν να βρουν δημιουργικές λύσεις τις οποίες ήδη εφάρμοσαν σε ιταλικές, πορτογαλικές και ισπανικές τράπεζες.
Στην Ελλάδα όμως έχουμε έναν ακήρυχτο πόλεμο της κυβέρνησης εναντίον του Ντράγκι, άλλοτε για να «αποδειχθεί» ότι για την κρίση του 2015, την κατάρρευση των τραπεζών και τα capital controls δεν φταίνε ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης αλλά ο Ντράγκι και άλλοτε για να ασκηθεί πίεση στο διοικητή της ΤτΕ, κ. Στουρνάρα, μήπως και αντικατασταθεί πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Το τελικό αποτέλεσμα αυτών των ελιγμών είναι η προγραμματισμένη ασυνεννοησία μεταξύ της κυβέρνησης Τσίπρα και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με αποτέλεσμα να γίνονται τα δύσκολα δυσκολότερα. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς περιμένει η κυβέρνηση για να προσπαθήσει να συνεννοηθεί με το διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ντράγκι, ο οποίος παρέκαμψε τις γερμανικές αντιρρήσεις και αναγνωρίζεται από όλους ως ο σωτήρας των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου. Η θητεία του Ντράγκι λήγει στα τέλη του 2019 και οι πιθανότεροι αντικαταστάτες του είναι ο Γερμανός ή ο Φινλανδός κεντρικός τραπεζίτης, που έχουν λιγότερο φιλική προσέγγιση στα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Δεν υπάρχει λοιπόν χρόνος για χάσιμο.
Διαφορετική προσέγγιση
Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν θα ξεπεράσει τις μεγάλες δυσκολίες εάν δεν αλλάξει η πολιτική προσέγγιση στα ζητήματα που την αφορούν, με βάση την αξιοποίηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας.
Η κυβέρνηση υπογράφει μεταρρυθμίσεις για καλύτερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και της Δικαιοσύνης, ενώ οι περισσότεροι διαπιστώνουν ότι ενισχύονται η γραφειοκρατική αδράνεια και οι κομματικές παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση, με τη Δικαιοσύνη να λειτουργεί λιγότερο αποτελεσματικά και πιο αργά από ό,τι κατά το παρελθόν.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες τονίζουν στις ομιλίες τους την ανάγκη ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στη συνέχεια εξαντλούν την ευρηματικότητά τους στην επιβολή νέων φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, ακόμη και σε κλάδους όπως ο τουρισμός, όπου άλλες χώρες με ανταγωνιστικούς τουριστικούς προορισμούς κάνουν ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν το φορολογικό και ασφαλιστικό συγκριτικό τους πλεονέκτημα.
Απαράδεκτη είναι η κυβερνητική πολιτική και σε ό,τι αφορά την ενθάρρυνση των επενδύσεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες τελικά θα κρίνουν εάν θα καλύψουμε το τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα σε σχέση με την ευρωζώνη και εάν θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την επιτυχημένη οικονομική πορεία των Ευρωπαίων εταίρων κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, που είναι ταυτόχρονα ανταγωνιστές μας. Πρέπει να συντονιστούμε για να καταργήσουμε το συντομότερο δυνατόν όλα τα αντικίνητρα για τις επενδύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν ή προέκυψαν στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, του συνόλου της μνημονιακής περιόδου αλλά και της περιόδου που προηγήθηκε αυτής.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]