Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Όχι ότι αυτό ήταν η μοναδική της ασχολία, αλλά είναι ενδεικτικό της χαοτικής πλέον απόστασης που χωρίζει τη χθεσινή βουλευτή με τη σημερινή πρωθυπουργό της χώρας. Και όχι οποιασδήποτε χώρας, αλλά του United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland (Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας) όπως είναι η μακρόσυρτη, επίσημη ονομασία ενός κράτους που έχει ατελείωτες σελίδες πρωτοκόλλου αλλά ούτε μία γραπτού Συντάγματος.
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ του δημοψηφίσματος, που ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι των Βρετανών, η υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι έκανε αυτά που κάνουν συνήθως οι φιλόδοξοι πολιτικοί: Φύτευε δέντρα, έβαζε θεμέλιους λίθους νοσοκομείων, έβγαζε φωτογραφίες με καθαρίστριες, διάβαζε παραμύθια σε νηπιαγωγεία, υποσχόταν περισσότερες θέσεις εργασίας και καλύτερη αστυνόμευση, και πολεμούσε τους Εργατικούς. Τώρα τα πράγματα θα είναι λίγο πιο ζόρικα. Η πλέον ταραγμένη πολιτική περίοδος για τη Μ. Βρετανία μόλις ξεκίνησε και η Μέι θα πρέπει να διαπραγματευτεί την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση -παρόλο που η ίδια ήταν υποστηρίκτρια της παραμονής-, τη συμφιλίωση και την επανένωση του λαού μετά το διχαστικό δημοψήφισμα, αλλά και τη διατήρηση της δύναμης της στο εσωτερικό του κόμματος.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ έκανε με το μοίρασμα των υπουργείων δεν ήταν και η καλύτερη, δεν ήταν όμως και η χειρότερη. Η επιλογή του Μπορις Τζονσον, ενός ανθρώπου που δεν έχει ιδέα από τρόπους στην κορυφή της βρετανικής διπλωματίας, αναμφίβολα αποτελεί την πιο ριψοκίνδυνη απόφασή της. Από τη μια δυσαρέστησε τους Ευρωπαίους με τους οποίους θα πρέπει να συνδιαλλαγεί, αλλά από την άλλη ικανοποίησε μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος στη Μ. Βρετανία που θεωρεί τον πρώην δήμαρχο του Λονδίνου σύμβολο του Brexit. Ταυτόχρονα, πάντως, επιβεβαίωσε πως ακόμα και ισχυροί πρωθυπουργοί αναγκάζονται να υποκύψουν στις εσωκομματικές πιέσεις, ακόμα και διακινδυνεύοντας την ισορροπία των εξωτερικών σχέσεων του κράτους.
ΑΝ ΠΑΝΤΩΣ ο Τζόνσον ήταν το «μαστίγιο», ο Φίλιπ Χάμοντ είναι το «καρότο», δεδομένου ότι είναι οπαδός μιας πιο μετριοπαθούς οικονομικής πολιτικής και δεν πιστεύει στις σκληρές περικοπές του προκατόχου του. Η ίδια πάντως αναμένεται να παραμείνει πιστή στο δόγμα για ισχυρότερη Αστυνομία ακόμα και θυσιάζοντας τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, ενώ ιδιαίτερα σκληρή είναι και στο θέμα της μετανάστευσης, είτε πρόκειται για ανθρώπους που προέρχονται από την Ε.Ε. είτε από τρίτες χώρες.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ πάντως συνιστούν μια ιδιαίτερα απαιτητική δουλειά, για μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα, η οποία δεν έκρυψε ποτέ τους πολιτικούς της στόχους. Οι συμφοιτητές της στην Οξφόρδη θυμούνται ένα φιλόδοξο κορίτσι, το οποίο ήθελε να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας όμως από τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979 ανάγκασε την 23χρονη τότε Τερέζα να αλλάξει λίγο τους στόχους της. Θα γινόταν η δεύτερη γυναίκα ένοικος στην Ντάουνινγκ Στριτ. Η προσωπική της διαδρομή ήταν σταθερά ανοδική και ο πολιτικός της λόγος καυστικός και ατακαδόρικος. «Το ξέρετε ότι εκεί έξω λένε πως είμαστε ένα αραχνιασμένο κόμμα, έτσι;», φέρεται να είπε σε συνέδριο των Συντηρητικών, ενώ σε άλλη στιγμή, μιλώντας σε ακροατήριο γυναικών, τους ζήτησε να θυμούνται «πως πάντα υπάρχει κάπου μια θέση που γράφει το όνομά σας».
Η ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΗ υπουργός Εσωτερικών της χώρας, μετά την κυβέρνηση Τσόρτσιλ, ήταν πάντα σκληρή στις διαπραγματεύσεις της, ακόμα και στις συνεργασίες της με τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης. «Δεν έπιανε ποτέ ψιλοκουβέντα. Εμπαινε κατευθείαν στο θέμα», θυμάται συνεργάτης της, ενώ το αστείο είναι ότι και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Κάμερον παραπονιόταν ότι και μαζί του ήταν το ίδιο ολιγόλογη και αυστηρή. Σε γενικές γραμμές, η Τερέζα Μέι παραμένει μια συντηρητική πολιτικός, επικεφαλής του Συντηρητικού Κόμματος, και πρωθυπουργός μιας αρκετά συντηρητικής χώρας. Και όπως λένε κάποιοι, το μοναδικό μοντέρνο στοιχείο πάνω στη βρετανική εκδοχή της Μέρκελ είναι τα λεοπαρδαλέ παπούτσια της.