Πρωτάκι, μου το έδειξε ο πατέρας μου. «Την ευπρέπεια των τετραδίων -έλεγε η κ. Θεοδώρα- τη λαμβάνω υπ’ όψιν μου, διότι είναι δείγμα της μελλοντικής σας προόδου». Τα ντύναμε, Σεπτέμβρη, την βδομάδα πριν πάμε σχολείο και μετά στις διακοπές των Χριστουγέννων. Δεν ήταν λογικότερο «η δεύτερη ευπρέπεια» να γίνει Φεβρουάριο, στο δεύτερο εξάμηνο; «Οχι, διότι μεγαλώνει η μέρα. Ο νους σας στα παιχνίδια και δεν προσέχετε».
Παραμονές Χριστουγέννων του 1959, πήρα να «ευπρεπίσω» τα τετράδιά μου. Εδειχνα ιδιαίτερη προσήλωση, καθώς ήταν καρφωμένο, επάνω μου, το βλέμμα της μάνας μου. Το χαρτί δεν στρωνόταν! «Θα τα κάνω», είπα, «στο δωμάτιό μου», τα μάζεψα και τα ’χωσα κάτω από το κρεβάτι.
Λίγες μέρες πριν, είδα τον πατέρα μου, στον θάλαμο του Αγίου Σάββα, κατάμαυρο. Ετσι, ούτε τα καλοκαίρια δεν τον θυμόμουν. Οι λέξεις του γιατρού ήταν στ’ αφτιά μου: «Κάηκε στη βόμβα κοβαλτίου, στις ακτινοβολίες». Τριάντα εννέα χρόνων κι έπεσε πάνω του βόμβα; Τέλος του Νοέμβρη, οι ακτίνες είχαν δείξει τα πνευμόνια του μαύρη πίσσα από τα 99 άφιλτρα Ματσάγγου, που μ’ έστελνε να του παίρνω από το περίπτερο. Κάθε απόγευμα.
Προπαραμονή, πήγαμε στο νοσοκομείο. Κάθισα λίγο μαζί τους και μετά ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα, ως τον β’ όροφο, στο παράθυρο, που καθόταν ο Γιάννης, τριτάκι κι αυτός, κοιτάζοντας το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Από κει έβλεπε το παιχνίδι! Κατάμαυρος σαν τον πατέρα μου. Του πήγα δώρο το ένα τετράδιο που «είχα ντύσει». Στην ετικέτα το όνομά του.
-Σιχαίνομαι τη δασκάλα μου», μου είπε, όλο με βαράει. Φουσκώνουν οι παλάμες μου.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
-Κι εμάς, αλλά έχουμε κρυμμένο μπουκαλάκι με λαδάκι, για όποιον χτυπάει. Εμένα δυο φορές την εβδομάδα. Δεν κλαίω. Την κοιτάζω κατάματα.
Κατέβηκα στον πατέρα μου. Μου έδωσε μια δερμάτινη τσάντα. Τον φίλησα. Την πήρα σπίτι. Δεν την άγγιξα ποτέ. Μύριζε φρικτά. Δέρμα! Με την παλιά, έβγαλα όλο το δημοτικό. Εκείνος έφυγε ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Σιχάθηκα τα Χριστούγεννα και δεν το είπα σε κανέναν.
Μου είχαν ξεμείνει άφτιαχτα τα τετράδια κάτω από το κρεβάτι μου. Την άλλη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ο «εφοριακός» -έτσι τον έλεγε όλη η γειτονιά – έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, χτύπησε την πόρτα και με ζήτησε στη μάνα μου. Μου έδωσε ένα πακέτο με 10 τετράδια, έτοιμα, «ντυμένα» με μπλε νάιλον!
-Είναι πιο ωραία, μου είπε, από τα ντυμένα με χαρτί. Μόλις κυκλοφόρησαν.
Εκείνα τα τετράδια δεν τα ξέχασα ποτέ. Ολα τα Χριστούγεννα. Ούτε τον «εφοριακό». Ως τώρα, που σας γράφω…
Υστερόγραφο: Μήπως αυτά τα Χριστούγεννα γίνουμε … «εφοριακοί» στους δίπλα ή στους απέναντι;