Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Δεν είναι μόνο οι δηλώσεις των Αξιωματούχων της Αγκύρας και το επεισόδιο στην Καλόλιμνο, αλλά και η όλη αίσθηση την οποία αφήνει η φρασεολογία τους σε σχέση με την Ελλάδα. Και μπορεί ο κ. Ερντογάν να προέβη -κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα-, σε ρητή δήλωση περί μη εδαφικών διεκδικήσεων, η πολιτική τάξη, όμως, της γείτονος δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη.
Από την άλλη πλευρά, η Ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να ακολουθεί έναντι των αιτιάσεων της Αγκύρας παρόμοια παρελκυστική τακτική, όμοια με αυτή την οποία εφαρμόζει στο εσωτερικό. Πρέπει κάποιος να πληροφορήσει την Αθήνα ότι ο κ. Ερντογάν δεν είναι ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος, ο οποίος «καταπίνει» τις επικοινωνιακές τρίπλες του ΣΥΡΙΖΑ και των Κων. Τσίπρα και Καμένου. Ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε σαφώς και απεριφράστως ότι, ο Έλληνας Πρωθυπουργός του υπεσχέθη ότι η παράδοση των Τούρκων στρατιωτικών ήταν υπόθεση 15 ημερών. Αυτή η δήλωση δεν διεψεύσθη από κανέναν Έλληνα αρμόδιο. Ούτε το, κατά τα άλλα, λαλίστατο Μαξίμου έκανε την παραμικρή αναφορά.
Ευλόγως, επομένως, εγείρεται πληθώρα ερωτηματικών. Κατ’ αρχάς, ο κ. Τσίπρας είναι Πρωθυπουργός μιάς χώρας της οποίας δεν αντιλαμβάνεται το Πολίτευμα, το οποίο με σαφήνεια προβλέπει την διάκριση των εξουσιών; Ή μήπως, είχε στον νου του ότι θα είχε επιτύχει την μετατροπή της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Λαϊκή Δημοκρατία Σοβιετικού τύπου, οπότε η Δικαιοσύνη θα ήταν μία διοικητική υπηρεσία-εργαλείο της εξουσίας; Ενδεχομένως να επιδεικνύει εργατικότητα και ζήλο στην άσκηση των καθηκόντων του, αλλά, αυτό δεν σημαίνει την υποκατάσταση των υπηρεσιών απονομής ασύλου από το Πρωθυπουργικό γραφείο ή συμβούλους στρατηγικής του κ.λπ.
Εκτός τούτου, τίθεται και ζήτημα αρχών. Η πρώτη φορά αριστερά κυβέρνηση, θα παραδώσει διωκόμενους πρόσφυγες, ανεξαρτήτως ενοχής τους ή μη, σε ένα αυταρχικό καθεστώς, όπως αυτό της σημερινής Τουρκίας; Και εν τέλει, ποιος είναι ικανός να κρίνει αν οι συγκεκριμένοι στρατιωτικοί ήσαν αναμεμειγμένοι ενεργά στην απόπειρα πραξικοπήματος;
Και εν πάση περιπτώσει, υφίσταται η απόφαση του Αρείου Πάγου, δια της οποίας καθίσταται σαφές κατ’ απόλυτο τρόπο ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να εκδόσει τους εν λόγω προσφεύγοντες στην Τουρκία. Στο σημείο αυτό, ας συγκρατηθεί ότι ο πρόσφυγας, ο οποίος αιτείται ασύλου, τίθεται αυτομάτως υπό την προστασία της Διεθνούς Κοινότητας.
Μένει ώσπου να φύγει…
Προς τι λοιπόν η άστοχη ενέργεια της Κυβέρνησης να προσφύγει κατά της αποφάσεως απονομής ασύλου στον συγκεκριμένο στρατιωτικό; Είτε θέλει κατ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει το στίγμα της κυβερνητικής βουλήσεως με αποδέκτες τις αρμόδιες επιτροπές που θα εξετάσουν τα αιτήματα και των υπολοίπων, είτε προσπαθεί με Βαλκάνια κουτοπονηριά να ρίξει στάχτη στα μάτια της Τουρκικής ηγεσίας. Είπαμε, όμως. Ο Τούρκος Πρόεδρος δεν είναι ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος. Αυτό που προκαλεί η Κυβέρνηση με αυτή την ανόητη και παντελώς άστοχη ενέργεια, είναι να δημιουργήσει δυνατότητες εκθέσεως της χώρας στο διεθνές και ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό πεδίο και βέβαια, να προκαλέσει τριγμούς στο εσωτερικό της μέτωπο. Αλλά, ίσως, τελικά το ζητούμενο να είναι μία ακόμη ευκαιρία να περιβληθεί ο κυβερνητικός εταίρος του κ. Τσίπρα με μία ακόμη στολή. Ελπίζω, όχι εκείνη, την επίσημη της Προεδρικής Φρουράς.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα των ημερών είναι και το θέμα του Μακεδονικού. Η σημερινή ηγεσία των Σκοπίων εμφανίζεται μετριοπαθής και σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με την εθνικιστική καρικατούρα που ηγείτο προηγουμένως στην χώρα, αυτή. Το προσεχές θέρος, πρόκειται να πραγματοποιηθεί η τακτική σύνοδος της ΒορειοΑτλαντικής Συμμαχίας, στην οποία οι δυτικές δυνάμεις επιθυμούν την ένταξή της ΠΓΔΜ και στο Βουκουρέστι είχε καταστεί σαφές από πλευράς τους ότι ήταν η τελευταία περίπτωση, κατά την οποία επέδειξαν ανοχή. Τούτο σημαίνει ότι ο χρόνος πιέζει. Και πιέζει όχι μόνον διότι πρέπει να συμφωνήσουν οι ηγεσίες των δύο χωρών μέχρι την ΝΑΤΟϊκή σύνοδο, αλλά και γιατί απαιτείται χρόνος για την απορρόφηση των εσωτερικών κραδασμών, οι οποίοι θα προκληθούν στην κοινή τους γνώμη, καθ’ όσον, είναι προδήλως κατανοητό ότι θα υπάρξουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις, προκειμένου να επέλθει ο συμβιβασμός.
Όμως, πρέπει να συνυπολογίζεται ότι το όνομα είναι μεν βασικό ζήτημα, αλλά, έχει και παράγωγα ζητήματα που προκαλούν, εν δυνάμει, τριβές. Επί παραδείγματι, ποιο θα είναι το όνομα της γλώσσας; Τι brand name θα έχουν τα προϊόντα τα οποία θα εξάγονται; Αυτά τα ζητήματα απαιτούν χρόνο ώστε να βρεθούν οι κατάληλες επιλογές επιλύσεώς τους. Δεν γίνονται πρόχειρα, στο πόδι, κάτι που ούτως ή άλλως συνηθίζεται στην παρ’ υμίν επικράτεια.
Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι το θέμα πρέπει να κλείσει.
Και το υπόδειγμα του Κυπριακού –στο οποίο κάθε προηγούμενη λύση ήταν και καλύτερη από την επόμενη-, επιτείνει την αναγκαιότητα αυτή. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα, η οποία παρά τα προβλήματά της και τις αστοχίες των κυβερνητικών επιλογών, παραμένει ακόμη η ισχυρότερη χώρα της Βαλκανικής, να συμπεριφέρεται σαν γριά γεροντοκόρη και να θεωρεί ότι κινδυνεύει η πολιτιστική και ιστορική της αξία από ένα υπόδειγμα κρατιδίου, όπως αυτό της ΠΓΔΜ.
Ο μικρός –από κάθε οπτική- κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να επιδεικνύει την αθλιότητα και ανοησία του, πλην όμως, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να συμπεριφερθούν ως τέτοιες. Και υπεράνω όλων, πρέπει πάντοτε να συγκρατείται ότι οι πρωτοβουλίες ανήκουν στην Κυβέρνηση και όχι στην αντιπολίτευση. Ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να ακούσουμε και την υπεύθυνη κυβερνητική θέση και η παρέα του Μαξίμου να σταματήσει να πετά την μπάλα στην κερκίδα. Ας συνειδητοποιήσει ότι δεν διαχειρίζεται κατάληψη σχολείου, αλλά, έχει την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.
Κατά τα λοιπά, θερμές ευχές για μία πραγματικά όμορφη χρονιά σε όλους.