«Νομίζαμε ότι ο αμερικανικός επιχειρηματικός κόσμος ήταν ο βράχος του Γιβραλτάρ. Ήμασταν το εκλεκτό έθνος και τίποτα δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει. […] Υπήρχε μια αίσθηση συνέχειας και διάρκειας. Ξαφνικά, όμως, το μεγάλο όνειρο κατέρρευσε. Ο αντίκτυπος ήταν απίστευτος».
Εικόνες καθημερινότητας, στοιχεία μιας μεγαλύτερης εικόνας αλλά και μιας εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας η ανεργία εκτοξεύτηκε από 4% σε 25%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά ένα τρίτο.
Ένα πέπλο κοινωνικοοικονομικής εξαθλίωσης σκέπασε τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και πολλές άλλες χώρες του δυτικού κόσμου. Ειδικά στην καρδιά της κρίσης στις Η.Π.Α., υπολογίστηκε ότι περίπου 12.000.000 άνθρωποι έμειναν άνεργοι, πάνω από 1.600 τράπεζες πτώχευσαν, 20.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έκλεισαν, 1 στους 20 γεωργούς έχασε την περιουσία του και -το πιο τραγικό απ’ όλα- 23.000 άνθρωποι αυτοκτόνησαν.
Ένα σκοτεινό πέπλο το οποίο ήρθε 80 περίπου χρόνια μετά στην δυτική πλευρά της Εδέμ και έκανε την επανεμφάνιση του στη χώρα μας, με ένα διαφορετικό πρόσωπο. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά σε μια χώρα με εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι, όπως θα παρατηρούσε και ο Τζον Στάινμπεκ και απέραντο γαλάζιο θα συμπλήρωνα εγώ, οι άνθρωποι της υποφέρουν προσπαθώντας να επιβιώσουν βιώνοντας μια κατάσταση κοινωνικοοικονομικής εξαθλίωσης και ελεγχόμενης χρεοκοπίας και μέσα στα μάτια του αγανακτισμένου λαού η οργή μεστώνει. Οργή για την αποτυχία των σημερινών κυβερνώντων. Μια αποτυχία μέσω της οποίας καταρρέουν όλες μας οι επιτυχίες! Και στο βάθος τι;
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Στο σήμερα κίνδυνος και στο βάθος αβεβαιότητα, όχι για το σήμερα μόνο, αλλά και για το αύριο, ένα αύριο θολό, ένα αύριο δίχως λύσεις. Ή μήπως υπάρχουν; Λύσεις σαφώς και υπάρχουν, η θέληση είναι αυτή που λείπει. Η θέληση για την αποφασιστική αντιμετώπιση του άμεσου και έκδηλου κινδύνου, της ανεργίας όχι με μεσοβέζικης πολιτικές συγκυριακών και προσωρινών μορφών απασχόλησης, αλλά με μια πολιτική, η οποία θα βάλει τα θεμέλια ώστε η μόνιμη απασχόληση να πάψει πια να είναι όνειρο θερινής νυκτός. Το κράτος ως κινητήριος δύναμη της πολιτικής αυτής θα πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία προσελκύοντας μεγάλες επενδύσεις. Έτσι οι άνεργοι θα βρουν δουλειά, με τα εισοδήματά τους θα αγοράσουν προϊόντα και με αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη επανεκκίνηση της εθνικής μας οικονομίας. Πράγματι, αυτή η πολιτική, που υλοποιήθηκε κυρίως με την ανάθεση μεγάλων δημόσιων έργων από την αμερικανική κυβέρνηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, λειτούργησε και απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα και σταδιακά η οικονομική κατάσταση στις ΗΠΑ άρχισε, από το 1934, να βελτιώνεται.
Και κάπου εδώ προκύπτει το ερώτημα:« Άραγε σε εμάς θα πετύχει;»
Όπως υποστήριζε και ο πατέρας του «New Deal», Φραγκλίνος Ρούσβελτ, είναι ζήτημα κοινής λογικής να παίρνεις μια μέθοδο και να τη δοκιμάζεις και αν αποτύχει παραδέξου ότι απέτυχε με ειλικρίνεια και δοκίμασε κάτι άλλο, αλλά πάνω απ’ όλα δοκίμασε κάτι. Και αν πετύχει θα σημαίνει ότι ήρθε επιτέλους η μεγάλη αλλαγή;
Όχι φυσικά και σίγουρα όχι από τη μια στιγμή στην άλλη γιατί όπως έλεγε και ο ποιητής: «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Παρόλα αυτά βέβαια εάν πετύχει θα είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα, πως η αναζήτηση της χαμένης ανάπτυξης έπαψε να προσομοιάζει με αυτή της χαμένης Ατλαντίδας αλλά και τι σημαντικότερο; Πως η σελίδα άλλαξε!
*Ο Γιώργος Κουμπαράκης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ ΕΜΠ