Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, και η Γενική Γραμματεία κατά της Διαφθοράς, που βρίσκεται σε άμεση συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, αυτή τη φορά εστιάζουν όχι στην τιμωρία των εμπλεκόμενων μερών αλλά στην αποστέρηση του προσδοκώμενου από αυτά οφέλους.
Τα νομοθετήματα, που επεξεργάζονται και ετοιμάζουν πυρετωδώς στο «στρατηγείο» κατά της Διαφθοράς και αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε.Τ.» της Κυριακής, αφορούν στην αναβάθμιση του πλαισίου λειτουργίας του Γραφείου Ανάκτησης Περιουσιακού Οφέλους, στη δημιουργία Γραφείου Διαχείρισης Περιουσιακού Οφέλους, αλλά και την αναδιαμόρφωση και την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Στόχος είναι η γρηγορότερη διερεύνηση υποθέσεων, η δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου που θα καταχωρίζονται οι πράξεις δέσμευσης, δήμευσης ή κατάσχεσης, αλλά και ο γρηγορότερος καταλογισμός και η είσπραξη.
Τι συμβαίνει σήμερα
Πασίγνωστες υποθέσεις διαφθοράς ή οικονομικών εγκλημάτων έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, που δεν είναι άλλο από τη δέσμευση της περιουσίας των εμπλεκομένων, η οποία όμως παραμένει ανεκμετάλλευτη από το Δημόσιο. Ο πρώτος που -δημοσίως τουλάχιστον- είχε ζητήσει να επιστρέψει περιουσιακά στοιχεία ήταν ο επιχειρηματίας Λάκης Γαβαλάς. Μέσα στη φυλακή συνέταξε συμβολαιογραφική πράξη παραχωρώντας στο Δημόσιο το ακίνητό του στην Κάντζα. Μάλιστα, η υπόθεση αναμενόταν να έχει αίσιο τέλος για τον εκκεντρικό επιχειρηματία, καθώς ο τότε περιφερειάρχης Γ. Σγουρός είχε δηλώσει πως ενδιαφερόταν να αγοράσει το ακίνητο από το κράτος για 17 εκατ. ευρώ, ώστε να μεταστεγαστούν εκεί όλες οι υπηρεσίες της περιφέρειας.
Η βούληση υπήρχε αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε ποτέ. Ο λόγος ήταν οι πολλαπλές δεσμεύσεις του ακινήτου. Για την ακρίβεια, το ακίνητο είχε δεσμευθεί από τρεις διαφορετικές Αρχές, οι οποίες έχουν αυτή τη δυνατότητα, αλλά καμία συνεννόηση μεταξύ τους! Η ισχύουσα νομοθεσία -αν και μη συμφέρουσα- είναι μάλλον «βολική» για ένα δυσκίνητο κράτος που δεν έχει το μηχανισμό να διαχειριστεί ακίνητη περιουσία. Το ίδιο συνέβη και κατά την προσπάθεια πλειστηριασμού ακινήτου του Λάκη Γαβαλά στη Μύκονο. Εκεί υπήρχε δέσμευση από δύο Αρχές. Τίποτα δεν μπορούσε να κινηθεί μέχρι τη λήξη της ποινικής διαδικασίας. Το ακίνητο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ιδιοκτησίας της συζύγου του πρώην υπουργού Ακη Τσοχατζόπουλου, αποτελεί ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μια σύντομη έρευνα «δείχνει» εννέα διαφορετικές Αρχές, μεταξύ των οποίων ΣΔΟΕ, ΚΕΑΟ, Οικονομική Αστυνομία, Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος, που δύνανται να δεσμεύσουν ακίνητα και λογαριασμούς. Το αποτέλεσμα της ύπαρξης τόσων Αρχών είναι η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, η έλλειψη επικοινωνίας των υπηρεσιών, η έλλειψη ενιαίας βάσης δεδομένων (Μητρώο) όπου θα καταχωρίζονται οι πράξεις δέσμευσης, δήμευσης ή κατάσχεσης, καθώς και η έλλειψη κοινής και συντονισμένης προσέγγισης για τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
Το Εθνικό Γραφείο Ανάκτησης Περιουσίας
Το υφιστάμενο Εθνικό Γραφείο Ανάκτησης Περιουσίας, το οποίο λειτουργεί από τον Δεκέμβριο του 2010 στην Ειδική Γραμματεία του ΣΔΟΕ, εστιάζει σήμερα μόνο στον εντοπισμό στη χώρα μας προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, που προέρχονται από διασυνοριακές εγκληματικές δραστηριότητες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής συνδρομής για δέσμευση, δήμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις. Αν και προβλέπεται, το Εθνικό Γραφείο Ανάκτησης δεν περιλαμβάνει στη στελέχωσή του προσωπικό από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην ανταλλαγή αιτημάτων και την πραγματοποίηση ερευνών εντοπισμού περιουσιακών στοιχείων αλλοδαπών.
Με το νομοθέτημα που ετοιμάζει η κυβέρνηση στόχος είναι, αφενός, η καταγραφή όλων των αιτημάτων για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και, αφετέρου, η δυνατότητα έρευνας από το συγκεκριμένο Γραφείο. Κομβικό σημείο για το «ξεμπλοκάρισμα» και τις πολλαπλές δεσμεύσεις είναι η δημιουργία Εθνικού Μητρώου και η υποχρεωτική κοινοποίηση της δέσμευσης της όποιας Αρχής στο Γραφείο Ανάκτησης. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα διασφαλίσουν όλες οι αρμόδιες Αρχές την αποφυγή διπλοδεσμεύσεων, αλλά θα δοθεί η δυνατότητα στους ελεγκτικούς μηχανισμούς να έχουν πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφόρηση.
Υπό επεξεργασία βρίσκεται και το δεύτερο βήμα που απαιτείται να γίνει προκειμένου το Δημόσιο να «εκμεταλλευτεί» τις δεσμεύσεις. Σχετικά με τη διαχείριση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μη χάνουν την εμπορική τους αξία για όσο χρονικό διάστημα παραμένει η δέσμευση, στο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της σχετικής κοινοτικής οδηγίας υπάρχει πρόβλεψη για τη δημιουργία φορέα αρμόδιου για τη διαχείριση αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Δηλαδή, εξετάζεται ήδη η νομοθέτηση της δημιουργίας Γραφείου Διαχείρισης Περιουσιακού Οφέλους (Asset Management Office), αξιοποίησης της περιουσίας που δεσμεύεται και ταυτόχρονο «μπλόκο» στο κέρδος των εμπλεκομένων σε υπό εξέταση υποθέσεις.
Τέτοια παραδείγματα είναι η περίπτωση του φυγόδικου Χρήστου Καραβέλα, που πριν από τρία χρόνια φαίνεται πως νοίκιαζε τις δεσμευμένες από το Δημόσιο βίλες του σε νησί των Κυκλάδων, η βίλα του Σταύρου Ψυχάρη στο Πόρτο Χέλι αλλά και εκείνη της Μάνιας Τεγοπούλου. Η δημιουργία ενός Γραφείου Διαχείρισης, που απαιτεί φυσικά λόγω πολυπλοκότητας του ζητήματος εξαιρετική μελέτη, θα βοηθούσε και στην εξάλειψη φαινομένων όπως αυτό της είσπραξης τόκων από προθεσμιακές καταθέσεις που είναι δεσμευμένες. Ειδικότερα, στην περίπτωση δέσμευσης ενός τραπεζικού λογαριασμού, αν ο εισαγγελέας δεν προβεί σε καθολική δέσμευση και των καρπών ή αποκτημάτων, μπορεί ο ελεγχόμενος να ανανεώνει την προθεσμιακή κατάθεση και να λαμβάνει κανονικά τους τόκους! Μάλιστα, σε περιπτώσεις που ο τραπεζικός λογαριασμός είναι κάποια εκατομμύρια ευρώ, το ποσό των τόκων που αναλογούν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Λύση σε τρεις μήνες από το Ελεγκτικό Συνέδριο
Η ανάκτηση περιουσιακού οφέλους σε ποινική βάση προϋποθέτει υφιστάμενη ποινική διαδικασία, η οποία αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής και χρονοβόρα, με αποτέλεσμα το οποίο αυτή τη στιγμή ούτε συλλέγεται ούτε αποτυπώνεται. Ωστόσο, η ανάκτηση σε μη ποινική βάση παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, μεταξύ των οποίων η μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου και η ευκολότερη διασφάλιση του τελικού αποτελέσματος. Η αρμοδιότητα αυτή βρίσκεται στη Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, πλην όμως εφαρμόζεται μερικώς και αφορά κυρίως στον καταλογισμό σε ανακριβείς ή αναληθείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης.
Ενα παράδειγμα του «χάους» που επικρατεί με την υφιστάμενη διαδικασία αποτελεί μια περίπτωση γιατρού σε δημόσιο νοσοκομείο, που ζητά για κάθε επέμβαση 500 ευρώ «φακελάκι». Αν, λοιπόν, πιαστεί επ’ αυτοφώρω, το ποσό αυτό αποτελεί προϊόν εγκλήματος και ως τέτοιο δύναται να κατασχεθεί υπέρ του νομικού προσώπου του κράτους. Ωστόσο, η αρχική δέσμευση του ποσού θα πρέπει να συνδεθεί με την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και η τελική ανάκτηση θα γίνει μετά την τελεσίδικη απόφαση ή την αμετάκλητη καταδίκη. Ομως, ο γιατρός κάνει 3 επεμβάσεις την ημέρα, πέντε ημέρες την εβδομάδα, και σε διάστημα 20 ετών δωροδοκούμενης υπηρεσίας θα έχει αποκτήσει 7.200.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 7.199.000 θα μείνουν άθικτα στο λογαριασμό του (!), καθώς η ανάκτηση θα αφορά μόνο εκείνο το ποσό που συνδέεται με την εγκληματική πράξη. Με μια απλή λογική οικονομικού κόστους – οφέλους, η διακινδύνευση αξίζει τον κόπο, αφού ο παράνομος πλουτισμός παραμένει! Η ανάκτηση περιουσιακού οφέλους σε μη ποινική βάση εστιάζει στις 7.199.000 ευρώ ή σε όποιο ποσό εντοπιστεί από τις ελεγκτικές Αρχές και δεν δικαιολογείται. Αν δεν δικαιολογηθεί το ποσό, τότε δεσμεύεται προσωρινά και ο δικαιούχος προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου. Αν η δέσμευση γίνει με διοικητική πράξη ελεγκτικού οργάνου, ο δικαστικός αγώνας που ανοίγεται είναι ασύλληπτος. Μέχρι το ΣτΕ ο χρονικός ορίζοντας είναι σχεδόν χαοτικός…
Στις προτάσεις που βρίσκονται υπό συζήτηση για τη βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος είναι η απόκτηση αρμοδιότητας εποπτείας και εκκίνησης ελέγχου από τη Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας. Μέχρι σήμερα, στο ακροατήριο εισάγεται ό,τι στείλει η ελεγκτική Αρχή, χωρίς η Γενική Επιτροπεία να έχει δικαίωμα να ζητήσει στοιχεία ή να δει το φάκελο. Ετσι, τις περισσότερες φορές ο καθ’ ου απαλλάσσεται για τεχνικούς ή τυπικούς λόγους γιατί δεν υπάρχουν σχετικές αποδείξεις. Οι διαδικασίες που ισχύουν μέχρι σήμερα οδηγούν σε ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις, ενώ συχνά, αν και υπάρχουν ενδείξεις διαφθοράς, οι ελεγκτικές Αρχές δεν προβαίνουν σε έλεγχο και συγχρόνως ο γενικός επίτροπος δεν μπορεί να τον διατάξει, αφού δεν υφίσταται σχετική αρμοδιότητα.
Η προτεινόμενη λύση περιλαμβάνει μια δημοσιονομική δίκη, που θα διεξάγεται δημόσια και η απόφαση θα εκδίδεται μέσα σε ορισμένο μικρό χρονικό διάστημα και θα είναι τελεσίδικη. Θα είναι δυνατή μόνο η εξαιρετική προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για αναιρετικούς λόγους. Η ανάκτηση σε μη ποινική βάση δεν είναι χρήσιμη μόνο για τη διερεύνηση καταγγελιών ή τη διενέργεια στοχευμένων θεματικών ελέγχων (π.χ. Πολεοδομίες), αλλά και για τη διερεύνηση λιστών, οι οποίες προέρχονται από συνεργασία με εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς υπηρεσίες καταπολέμησης διαφθοράς.
Γεωργία Σωτηρίου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου