Αν και τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν (όχι άδικα) στον Ιούλιο, κατά τον οποίο οι πληρωμές θα φτάσουν περίπου τα 7,4 δισ. ευρώ (6,6 δισ. για την πληρωμή χρεολυσίων και 800 εκατ. για την πληρωμή τόκων), το Δημόσιο θα πρέπει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τους επόμενους μήνες μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού. Από τις υποχρεώσεις του Ιουλίου τα 4 δισ. ευρώ αφορούν σε ομόλογα που παρακρατά η ΕΚΤ, 2,1 δισ. ευρώ που αφορούν στη λήξη του τριετούς ομολόγου που εκδόθηκε δοκιμαστικά το 2014, 300 εκατ. ευρώ προς το ΔΝΤ και άλλα 200 εκατ. ευρώ για τόκους.
Βαρύς μήνας θα είναι και ο Απρίλιος όταν οι πληρωμές θα φτάσουν συνολικά τα 2,3 δισ. ευρώ από τα οποία 1,5 δισ. σε πληρωμές προς την ΕΚΤ (1,39 δισ. για ομόλογα που είχε αγοράσει το 2011 και παρακρατά στο χαρτοφυλάκιό της και 150 εκατ. για τα παλιά δάνεια του ΔΝΤ και 750 εκατ. ευρώ για τόκους).
Το Ελληνικό Δημόσιο ξεκίνησε το χρόνο με ταμειακά διαθέσιμα 3 δισ. ευρώ που αυξήθηκαν στα 4 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου διμήνου ενώ είχαν ήδη μεταχρονολογηθεί δαπάνες του Δημοσίου ύψους 1,5 δισ. ευρώ το πρώτο δίμηνο του 2017, οι οποίες δεν έχουν εμφανιστεί στα ληξιπρόθεσμα αφού δεν έχουν περάσει οι 90 ημέρες καθυστέρησης.
Αυτό σημαίνει ότι στα τέλη Απριλίου τα ταμειακά διαθέσιμα θα έχουν μειωθεί κοντά στα 2 δισ. ευρώ συν ό,τι έχει παρακρατηθεί από τις πρωτογενείς δαπάνες.
Την ίδια ώρα τα έσοδα το πρώτο δίμηνο παρουσιάζουν υπέρβαση 410 εκατ. ευρώ κυρίως λόγω του μερίσματος των 730 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος, που εισπράχθηκε τον Φεβρουάριο. Το δύσκολο κομμάτι για τα έσοδα ξεκίνησε από τον Φεβρουάριο, όταν ολοκληρώθηκε η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ και τα έσοδα βασίζονται μόνο σε πληρωμή ρυθμίσεων εσόδων και ΦΠΑ. Το πιο άσχημο είναι ότι στην καλύτερη περίπτωση που οι δηλώσεις θα αρχίσουν να υποβάλλονται κανονικά από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούνιο, η πρώτη δόση του -αυξημένου φέτος- φόρου εισοδήματος θα εισπραχθεί στο τέλος Ιουλίου, δηλαδή μετά τις λήξεις του Ιουλίου.
Οι μηνιαίες εισπράξεις των εσόδων φτάνουν περίπου στα 4,3-4,5 δισ. ευρώ και οι ανελαστικές μηνιαίες υποχρεώσεις είναι περίπου 2,1-2,3 δισ., από τα οποία περίπου 1 δισ. ευρώ για μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου και 1,2-1,3 δισ. για τη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ.
Αν το χρονοδιάγραμμα τηρηθεί κατά γράμμα και έχουμε συνολική συμφωνία στις 22 Μαΐου, τότε τα πράγματα θα κυλήσουν σχεδόν ομαλά. Μετά τη συμφωνία στο Eurogroup του Μαΐου θα πρέπει να περάσουμε στο γύρο των εθνικών κοινοβουλίων που θα ολοκληρωθεί στις αρχές Ιουνίου και τα χρήματα θα έρθουν στην ώρα τους για να καλύψουμε τις υποχρεώσεις του Ιουλίου. Αν, όμως, η διαπραγμάτευση καθυστερήσει και φτάσουμε στις 22 Μαΐου χωρίς τεχνική συμφωνία, τότε θα πρέπει μέχρι και το τέλος Ιουνίου να έχουμε διαθέσιμα τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ για την κάλυψη των υποχρεώσεων του Ιουλίου.
Το εναλλακτικό σχέδιο επιστρατεύει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία έναντι κάποιου από τους επίσημους πιστωτές μας, αλλά όπως ομολογούν τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, τα πράγματα είναι οριακά. Σε περίπτωση νέας καθυστέρησης θα ζήσουμε ένα νέο θρίλερ προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για το χρέος.
Η πρώτη πηγή θα είναι τα repos μέσω δανεισμού των τραπεζικών διαθεσίμων των φορέων του Δημοσίου, που θεωρείται ότι έχει ακόμη μια «δεξαμενή χρήματος» 2-2,5 δισ. ευρώ. Το θέμα είναι ότι τα διαθέσιμα σε ΔΕΚΟ και ασφαλιστικά ταμεία έχουν σχεδόν εξαντληθεί και τα χρήματα που δεν έχουν γίνει repos είναι χρήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νοσοκομείων.
Η δεύτερη πηγή θα μπορούσε να είναι η αύξηση της έκδοσης εντόκων γραμματίων του Δημοσίου. Αν όμως οι ελληνικές τράπεζες συνεχίσουν να εμφανίζουν έλλειψη ρευστότητας λόγω εκροής καταθέσεων και αύξησης των «κόκκινων» δανείων, όπως συμβαίνει από την αρχή του χρόνου, οι βραχυπρόθεσμοι τίτλοι, ακόμη και αν απορροφηθούν από τις τράπεζες, θα έχουν αυξημένα επιτόκια.
Η τρίτη -«άτοκη»- λύση, με μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο, είναι η άτυπη εσωτερική στάση πληρωμών, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και το 2015 και το 2016. Για να εξασφαλιστούν όμως τα 7 δισ. του Ιουλίου (μαζί με τις άλλες πηγές) θα πρέπει να μεταχρονολογούνται κάθε μήνα δαπάνες ύψους 700-800 εκατ. ευρώ για ένα τρίμηνο, στραγγίζοντας εντελώς την αγορά, η οποία ακόμη περιμένει συντάξεις, χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και πληρωμή τιμολογίων από το 2016.
Οι σταθερές για να λειτουργήσει το εναλλακτικό σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών με επιτυχία είναι δύο:
1. Τα έσοδα θα βρίσκονται εντός στόχου αφού αν οι εισπράξεις πέσουν ξαφνικά δεν θα υπάρχει καν περιθώριο μεταχρονολόγησης πληρωμών, αφού το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων θα πηγαίνει σε μισθούς και συντάξεις.
2. Οι εμπορικές τράπεζες θα μπορούν να αντέξουν να δανείζουν το δημόσιο δανειζόμενες οι ίδιες από όπου μπορούν (κυρίως από τον ELA), μεταφέροντας το υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού στους βραχυπρόθεσμους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
tdasopoulos@e–typos.com
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής