Ελέγχει πολυάριθμες σωματικές λειτουργίες, αφού οι ορμόνες που απελευθερώνει επηρεάζουν τον μεταβολισμό, τον καρδιακό παλμό και όχι μόνο. Για τον λόγο αυτό, όταν υπάρχει κάποια δυσλειτουργία στον θυρεοειδή, όπως ο υποθυρεοειδισμός ή ο υπερθυρεοειδισμός, προκαλούνται αλυσιδωτές αντιδράσεις που επηρεάζουν πολλαπλά όργανα και συστήματα του οργανισμού.
Όταν ο θυρεοειδής «χτυπά» την καρδιά
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χριστόδουλος Στεφανάδης, ο θυρεοειδής αδένας έχει άμεση επίδραση στην καρδιακή λειτουργία. «Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αυξάνουν το μεταβολισμό του σώματος, την παραγωγή θερμότητας και το καρδιακό έργο ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του οργανισμού. Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα λέγεται υπερθυρεοειδισμός, και συνοδεύεται από ταχυκαρδία ακόμα και στην ηρεμία. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διάφορες αρρυθμίες ενώ 10% των υπερθυρεοειδικών έχουν κολπική μαρμαρυγή».
Υπερθυρεοειδισμός και καρδιακή λειτουργία
Ο υπερθυρεοειδισμός μειώνει τη διαστολική αρτηριακή πίεση, αυξάνει το εύρος σφυγμού, αυξάνει τη καρδιακή παροχή και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία (πνευμονική υπέρταση). Ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή συνεχούς δοκιμασίας κοπώσεως για την καρδιά, η οποία αν έχει ήδη νόσο κεκαλυμμένη, αυτή θα εκδηλωθεί αμέσως με καρδιακή ανεπάρκεια.
Υποθυρεοειδισμός και καρδιακή λειτουργία
«Από την άλλη μεριά», επισημαίνει ο κ. Στεφανάδης, « η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του κλινικού συνδρόμου που λέγεται υποθυρεοειδισμός. Η ανεπάρκεια αυτή όταν εμφανίζεται στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών. Από το καρδιαγγειακό σύστημα τα πιο συχνά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι η βραδυκαρδία και η ήπια αρτηριακή υπέρταση. Ενίοτε μπορεί να παρατηρηθεί μείωση της καρδιακής συσπαστικότητας και της καρδιακής συχνότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της καρδιακής παροχής και σε καρδιακή ανεπάρκεια ή να επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια. Επίσης προκαλεί διαταραχές των λιπιδίων του αίματος με αύξηση των τιμών τους. Μη ειδικό εύρημα είναι η αύξηση της χοληστερόλης ορού. Περικαρδιακή συλλογή υγρού μπορεί να εμφανιστεί σε χρόνιο υποθυρεοειδισμό. Εξάλλου, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο στις γυναίκες».
Όμιλος Ιατρικού Αθηνών: Νέο Διεθνές Ογκολογικό Κέντρο στη Θεσσαλονίκη
Παρενέργειες στο θυρεοειδή από καρδιολογικό φάρμακο
«Υπάρχει μια φαρμακευτική ουσία, η αμιοδαρόνη, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως ως αντιαρρυθμικό φάρμακο σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Τυχαίνει, όμως, να είναι ένα ιωδιούχο σκεύασμα, άρα, επηρεάζει τη λειτουργία του θυρεοειδούς< υπογραμμίζει ο κ. Στεφανάδης. «Οι πιο συχνές παρενέργειες της αμιοδαρόνης είναι ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός. Η αμιοδαρόνη έχει ανάλογη μορφολογική μοριακή σύσταση με την Τ4 και περιέχει μεγάλη ποσότητα ιωδίου. Η συνήθης ημερήσια δοσολογία αμιοδαρόνης φέρει και ανάλογη ποσότητα ιωδίου που αντιστοιχεί σε 50πλάσια έως 100πλάσια της ημερήσιας συνιστώμενης. Ο υπερθυρεοειδισμός που προκαλείται από την αμιοδαρόνη μπορεί να οφείλεται στην περίσσεια ιωδίου και παρατηρείται σε ασθενείς με όζους στον θυρεοειδή που μένουν σε περιοχές με χαμηλή πρόσληψη ιωδίου μέσω διατροφής. Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να θεραπευτούν με ραδιο-ιώδιο ή εναλλακτικά με αντιθυρεοειδική αγωγή».
Η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι η χορήγηση κορτιζόνης. Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η χορήγηση αμιοδαρόνης δεν κρίνεται σκόπιμο να διακοπεί μόνιμα, τότε συνιστάται ολική θυρεοειδεκτομή. Για τις παραπάνω παρενέργειες συνιστάται σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη, έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών ανά εξάμηνο.
Μελέτη αναδεικνύει την ανησυχητική σχέση καρδιάς-θυρεοειδή
Μια πρόσφατη επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Circulation υπογραμμίζει τον αντίκτυπο των διαταραχών του θυρεοειδούς στην καρδιακή λειτουργία.
Από παλαιότερες μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι οι διαταραχές του θυρεοειδούς συνδέονται με μελλοντικά προβλήματα στην καρδιακή λειτουργία, όπως η αρρυθμία και η καρδιαγγειακή νόσος. Τα νέα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η ανισορροπία των θυρεοειδικών ορμονών αυξάνει τον κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια.
«Η μελέτη μας υποδεικνύει ότι τα άτομα με αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών (θυροξίνης συγκεκριμένα), ακόμη και εντός των ορίων που θεωρούνται φυσιολογικά, διατρέχουν τετραπλάσιο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε σύγκριση με άτομα που έχουν χαμηλότερα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών» σχολιάζει η Δρ Layal Chaker από το Πανεπιστήμιο Εράσμους της Ολλανδίας.
Μέχρι τώρα, οι παράγοντες κινδύνου για τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο αφορούσαν αμιγώς την καρδιαγγειακή υγεία (υψηλή χοληστερόλη, υπέρταση κ.λπ.), ωστόσο τα νέα ευρήματα υποδεικνύουν ότι και τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών πρέπει ενδεχομένως να εντάσσονται στη λίστα αυτή, συγκεκριμένα όταν αγγίζουν το ανώτατο όριο του φυσιολογικού, αναφέρει η ερευνήτρια.
Η νέα μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία που αφορούσαν 10.318 ενήλικες ηλικίας 45 ετών και άνω και τα υψηλά επίπεδα θυροξίνης συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου ασχέτως άλλων παραγόντων κινδύνου.
Από το ένθετο Υγεία που κυκλοφορεί με τον Ελεύθερο Τύπο