Γεννημένη στο Ελσίνκι, η Μυρτώ Ξανθοπούλου, όντας δίγλωσση, έδειξε από νωρίς στη δουλειά της ενδιαφέρον για τη γλώσσα ως εκφραστικό εργαλείο, για τις νοηματικές παρανοήσεις, τα λογοπαίγνια και τα λεκτικά παιχνίδια. Τα έργα της -εγκαταστάσεις, κατασκευές, σχέδια και βίντεο- πηγάζουν από ιδιότυπα αυτοσχέδια ποιήματα ή μικρές προτάσεις που θυμίζουν αποσπάσματα φανταστικών καθημερινών διαλόγων ή εσωτερικών, αυθόρμητων μονολόγων.
Η καλλιτέχνιδα γράφει ή συλλέγει τα λεκτικά αυτά στοιχεία φτιάχνοντας ένα άτυπο αρχείο. Ταυτόχρονα, μαζεύει παντός είδους αναλώσιμα υλικά, διαφορετικά είδη χαρτιού (μεταξύ άλλων, αλουμινόχαρτο, γυαλόχαρτο, τσιγαρόχαρτο, χαρτί συσκευασίας ή ιχνογραφίας, στα οποία επεμβαίνει με σπρέι, κόλλες, ακρυλικά κ.λπ.), καθώς και «δευτερεύοντα» ή μίας χρήσης αντικείμενα της καθημερινότητας από τον αστικό της περίγυρο ή το οικιακό και εργασιακό της περιβάλλον.
Αυτά περιλαμβάνουν ευπαθή υλικά πολλαπλών χρήσεων, περισσεύματα ή αναλώσιμα υλικά, όπως χαρτιά, καρμπόν, ξυλάκια, μολύβια, πινέζες, σακούλες σκουπιδιών, μπουκάλια, αγκάθια αχινού, φως, φλούδες φρούτων. Χρησιμοποιεί επίσης πηλό και γύψο. Επιπλέον, καταγράφει με το κινητό της καρέ από την πόλη, συνήθως όψεις ή αντικείμενα που συνήθως δεν χρήζουν προσοχής. Από αυτήν τη βιωματική, ημερολογιακού τύπου «αποσκευή»-πηγή φράσεων, αντικειμένων εικόνων και υλών, οπτικών και λεκτικών σημειώσεων χτίζει έναν μικρόκοσμο, παντρεύοντας το αρχικό της υλικό και μεταποιώντας το σε έναν κώδικα με πολλαπλά νοήματα και δίπολα αντιθέσεων (όπως ελαφρύ-βαρύ, μεγάλο-μικρό, αστείο-σοβαρό).
Η γλώσσα βρίσκεται στη νοερή ή και αισθητή βάση των έργων της – είτε υπαινικτικά είτε ως καταγραφή μιας ζώσας έκφρασης, αλλά χωρίς συνεκτικό ιστό. Πρόκειται, επομένως, για μια γλώσσα ρητή, μια σύνθεση από σκόρπιους ήχους και εικόνες – στοιχεία που παραπέμπουν τον θεατή στην οργανωμένη «σύγχυση» των ημερών μας. Διακρίνεται, επίσης, και η νοηματοδοτική προσπάθεια, κάποτε και αγωνία, της καλλιτέχνιδος ανάμεσα στις δύο βιωματικές γλώσσες (φινλαδικά και ελληνικά) που την έχουν καθορίσει.
Εκφράζεται με γλυπτικές συνθέσεις και κατασκευές. Η συνύπαρξή τους στον χώρο της γκαλερί δημιουργεί μια αφήγηση ύλης, ένα προσωπικό, άτυπο αρχείο της καλλιτέχνιδας. Ο όρος «αστερίσκοι», καθοριστικός του τίτλου, υποσημειώνει όσα δεν γίνονται αντιληπτά, όσα αγνοούνται ή όσα παραλείπονται. Ταυτοχρόνως, ο τίτλος παραπέμπει στο στόμα – τον ορατό και αναγνωρίσιμο εκφωνητή της γλώσσας. Για την Ξανθοπούλου, η οποία, σε πρόσφατα έργα της, πειραματίζεται με τις δυνατότητες των ηχητικών περφόρμανς, το στόμα σωματοποιεί τις λέξεις και τις φράσεις – όχι όμως προσδίδοντας αναγκαστικά ένα συνεχές νόημα. Δημιουργείται έτσι ένα «παράδοξο», το οποίο προκύπτει μέσα από την επανάληψη. Η επανάληψη των λέξεων αφαιρεί το νόημα, αλλά μπορεί να δημιουργήσει ρυθμό, έμφαση ή ακόμα και μια άλλη μορφή κατανόησης – όπως συχνά παρατηρούμε στην αρχάρια παιδική γλώσσα, η οποία ξεκινά και στηρίζεται σε ηχητικές επαναλήψεις.
Η έκθεση «Αστερίσκοι στο στόμα» τοποθετεί τον θεατή σε έναν χώρο και χρόνο όπου διαφαίνεται με έναν απροσδόκητο αλλά οικείο τρόπο η σύνθεση λήθης και μνήμης – έννοιες καθημερινές και διακριτές στη ροή της ανθρώπινης ύπαρξης.
Γλώσσα για τα περισσεύματα της αγάπης
Μιλώντας η ίδια η Μυρτώ Ξανθοπούλου για τη νέα της ατομική έκθεση στην γκαλερί Cintronne, σημειώνει: «Οι αστερίσκοι ζουν στο στόμα. Είναι προσευχές, βλαστήμιες, ασυναρτησίες και ονόματα, στερεώματα και θραύσματα γραμμάτων, σημειογραφίες γι’ αυτά που δεν υπάρχουν πια. Υποσημειώσεις και υπογλώσσες. Σημειώσεις για αργότερα, παράξενα ιερογλυφικά σχήματα, ιδεογράμματα, νοήματα πυκνά, ασύλληπτα και πεπερασμένα σαν την ύλη των αστεριών. Οι αστερίσκοι ζουν στους ουρανίσκους. Οι αστερίσκοι που ζουν στο στόμα απέχουν λίγα χιλιοστά από το φως και λίγα χιλιοστά από το σκοτάδι. Είναι μια γλώσσα από τα περισσεύματα του κόσμου για τα περισσεύματα της αγάπης».