Προκειμένου να υποστηρίξει την παραπάνω άποψη, ο κ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε σε όλη την πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, επικαλούμενος τα καινούρια νοσοκομεία, την ψηφιοποίηση των ιατρικών εργαλείων, τη δημιουργία του ατομικού φακέλου υγείας, την καθιέρωση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης κ.ά. Παράλληλα, δεν παρέλειψε να εκθειάσει την πρόοδο της τεχνολογίας, η οποία οδηγεί σε ολοένα και πιο αποτελεσματικές θεραπείες.
Όμως, όπως προσέθεσε, χρειάζονται και οι αναγκαίοι πόροι για τη χρηματοδότηση της πρόσβασης των ασθενών στην καινοτομία. «Για αυτόν τον λόγο, το Υπουργείο Υγείας ακολουθεί μια στρατηγική, η οποία εστιάζει στην πρόληψη» είπε και εξήγησε: «Γρηγορότερη αντιμετώπιση ασθενειών, σημαίνει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για να πληρώσουμε τη θεραπεία όσων δεν μπορέσαμε να θεραπεύσουμε στα αρχικά στάδια».
Τα καινοτόμα φάρμακα, για παράδειγμα κατά του διαβήτη ή της παχυσαρκίας, μπορούν να δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο για να ασκήσουμε την πολιτική μας, τόνισε επιπρόσθετα, αναφέροντας ότι «στόχος είναι οι πόροι, οι οποίοι πάντα είναι περιορισμένοι, να αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Σ’ αυτό το σημείο, επέλεξε να επικεντρωθεί στον τομέα της πρόληψης και στο «myhealth app», όπου υπάρχει ο ατομικός φάκελος υγείας. «Όλες οι προληπτικές εξετάσεις μπαίνουν εδώ. Ο σχεδιασμός δεν αφορά μόνο στην πρόληψη, αλλά και τη θεραπεία […] Είναι φουλ service» σχολίασε, χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά το ζήτημα του clawback, αφού διευκρίνισε ότι τα λεφτά για τη φαρμακοβιομηχανία ποτέ δεν είναι αρκετά, διαπίστωσε ότι υπάρχει πρόοδος. Δήλωσε συγκεκριμένα ότι «τα πρώτα νούμερα δείχνουν ότι το 2025 θα εξελιχθεί καλύτερα σε σχέση με το 2024 […] Δεν είναι θρίαμβος, αλλά σίγουρα έχουμε πρόοδο».
Σχετικά με τη φαρμακευτική δαπάνη, υπογράμμισε ότι οι επιστροφές είναι αρκετά άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όχι επειδή γίνεται σπατάλη, αλλά «επειδή η Ελλάδα ακολουθεί μια πολιτική, την οποία υποστηρίζω, πολύ πιο εύκολης πρόσβασης στα φάρμακα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες». «Δίνουμε ευκολότερη πρόσβαση στο φάρμακο» τόνισε.
Για τις διοικήσεις των νοσοκομείων, προανήγγειλε ότι η διαδικασία επιλογής από τον ΑΣΕΠ βαίνει προς ολοκλήρωση, ξεκαθαρίζοντας ότι ο υπουργός δεν μπορεί να παρέμβει αλλά ούτε να αλλάξει τον νέο διοικητή, παρά μόνο μετά την παρέλευση δύο ετών. Τέλος, αναγνωρίζοντας την ανάγκη παρεμβάσεων στον ΕΟΠΥΥ, παραδέχθηκε ότι «έχει μείνει πίσω, καθώς δεν έχει φτάσει εκεί που θα θέλαμε […] δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί με την ταχύτητα που θέλαμε».
Από την πλευρά του, ο Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής Υγειονομικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, εστίασε στο ζήτημα της έγκαιρης αναγνώρισης της χρόνιας νοσηρότητας, η οποία είναι και η πλέον κοστοβόρα για το σύστημα υγείας. «Για εμάς είναι ζήτημα βιωσιμότητας. Εάν δεν την ελέγξουμε, θα έχουμε πρόβλημα» σημείωσε, ενώ διευκρίνισε ότι η πρόληψη είναι κοινωνικο-πολιτικά πολύτιμη και απαραίτητη.
Όπως ανέφερε, για να είναι οικονομικά προτιμητέα, πρέπει να είναι στοχευμένη, ο έλεγχος να είναι φθηνός και το αποτέλεσμα να αποδίδει. «Η πολιτική πρέπει να κινηθεί και στην έγκαιρη διάγνωση και στην έγκαιρη παρέμβαση» συμπλήρωσε, ξεκαθαρίζοντας ότι η πρόληψη θέλει υπομονή, προσήλωση και στοχοθεσία.
«H φαρμακευτική καινοτομία αναπτύσσει και θα συνεχίσει να αναπτύσσει σύγχρονες σωτήριες θεραπείες. Ως εκ τούτου χρειάζεται η συστηματική και επαρκής χρηματοδότησή της. Η στήριξή της αποτελεί στήριξη της κοινωνικής συνοχής. Είναι στρατηγική επένδυση» τόνισε η Έλενα Χουλιάρα, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της AstraZeneca Ελλάδας και Κύπρου, κατά την ομιλία της στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Την ίδια στιγμή, ο Ιωάννης Τσίμαρης, βουλευτής Ιωαννίνων, υπεύθυνος Κοινοβουλευτικού Τομέα Ευθύνης Υγείας, αναπληρωτής γραμματέας της ΚΟ ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, παρατήρησε ότι οι δομές υγείας έχουν χρόνια προβλήματα, τα οποία θα πρέπει να ανατραπούν με πολιτικές που θωρακίζουν το σύστημα.
«Πρέπει να κάνουμε βαθιές τομές» συνέχισε, παραπέμποντας στο ζήτημα του ΕΟΠΥΥ, ο οποίος «έχει μείνει σε ένα στάδιο που δεν έχει εξελιχθεί». «Θέλουμε να τον εξελίξουμε. Θεωρώ ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητος τομέας για να έχει ελευθερία κινήσεων» πρότεινε, μεταξύ άλλων.
Παράλληλα, κατέστησε αναγκαία την ύπαρξη ενός μακρόπνοου σχεδιασμού, ο οποίος θα αντιμετωπίζει τις ισχυρές προκλήσεις που έρχονται, ενώ αναφορά έκανε και στο πρωτοβάθμιο σύστημα, εξηγώντας ότι αυτός που έρχεται σε επαφή με τον ασθενή, θα πρέπει να έχει τη γνώση για να διακρίνει τα αρχικά στάδια μιας ασθένειας. «Οι πόροι είναι συγκεκριμένοι και πρέπει να στρέφονται σε όσο πιο στοχευμένες και αποδοτικές δαπάνες» προσέθεσε σε άλλο σημείο της παρέμβασής του. Ολοκληρώνοντας, επανέλαβε ότι η πολιτική στον κλάδο της υγείας θα πρέπει να κινηθεί σε ένα τριπλό στάδιο, το οποίο αφορά τη λογοδοσία-τεκμηρίωση-διαφάνεια, την αποτίμηση των αποτελεσμάτων, αλλά και τον μακροχρόνιο σχεδιασμό.