Ο Ομάρ Σαρίφ – το πραγματικό όνομά του ήταν Μισέλ Ντεμίτρι Χαλούμπ – γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1932 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν γιος της Κλαιρ και του Ιωσήφ Χαλούμπ, εμπόρου ξυλείας. Στην οικογένειά του ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα. Ο Σαρίφ αποφοίτησε από το Κολλέγιο Βικτωρία της Αλεξάνδρειας και κατόπιν από το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, όπου σπούδασε φυσική και μαθηματικά. Στη συνέχεια εργάστηκε με τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση ξυλείας.
Το 1953 ξεκίνησε την καριέρα του, συμμετέχοντας σε μία αιγυπτιακή ταινία, με τίτλο «Ο Φλογερός Ήλιος ή Μάχη στην Κοιλάδα». Ακολούθησαν συμμετοχές σε πολυάριθμες αιγυπτιακές παραγωγές. Πρωταγωνίστησε στο πλάι της πρώην συζύγου του, Φατέν Χαμαμά, σε αρκετές ρομαντικές ταινίες. Ανάμεσα στις ταινίες της φιλμογραφίας του περιλαμβάνονται: «Οι Καλύτερες μας Μέρες» (1955), «Δεν Κοιμάμαι» (1958), «Η Κυρία του Κάστρου» (1959) και η διασκευή της «Άννα Καρένινα» με τίτλο «Ο Ποταμός της Αγάπης» (1961). Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Σαρίφ ήταν ο «Λόρενς της Αραβίας», το 1962, όπου υποδύθηκε τον Σαρίφ Άλι.
Η ερμηνεία του αυτή τού εξασφάλισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου, μια βράβευση με Χρυσή Σφαίρα Β΄ ανδρικής ερμηνείας και παγκόσμια φήμη ως ο δημοφιλέστερος Γαλλοάραβας ηθοποιός. Το 1965, ο Ομάρ Σαρίφ, υποδύθηκε τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λην.
Μετά από μια περίοδο υποκριτικής απραξίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έμπαινε στους τίτλους των εφημερίδων για τις επιδόσεις του στο επαγγελματικό μπριτζ, έκανε την επάνοδό του το 2003 στη διασκευή του μυθιστορήματος «Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου» και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και με Βραβείο Σεζάρ. Τον Νοέμβριο του 2005 τιμήθηκε με μετάλλιο από την Unesco, ως αναγνώριση της αξιοπρόσεκτης προσφοράς του στην ποικιλότητα του παγκόσμιου κινηματογράφου και του πολιτισμού.
Λάζαρος Καραούλης στον ΕΤ: «Φέρνουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στον Δήμο Αθηναίων»
Ο Σαρίφ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ ώστε να παντρευτεί τη διάσημη Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά το 1955, οπότε και πήρε το όνομα Ομάρ Aλ – Σαρίφ. Ο γάμος τους κράτησε περίπου είκοσι χρόνια και έλαβε τέλος το 1974. Καρπός του ήταν ο Τάρεκ Σαρίφ, ο οποίος εμφανίστηκε στην ταινία «Δόκτωρ Ζιβάγκο», σε ηλικία 8 ετών, στο ρόλο του μικρού Γιούρι. Φήμες που ήθελαν τον Σαρίφ να παντρεύεται την ηθοποιό Σοχαΐρ Ραμζί, το 1977, αποδείχτηκαν αναληθείς.
Ο Σαρίφ μιλούσε με ευχέρεια αραβικά, αγγλικά, ελληνικά και γαλλικά. Επίσης λίγα ιταλικά και τούρκικα. Υπεβλήθη το 1992 σε εγχείρηση τριπλού μπαϊπάς και υπέφερε από ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο το 1994. Μέχρι το μπαϊπάς, ο Σαρίφ κάπνιζε πενήντα τσιγάρα την ημέρα, αλλά έπειτα από την περιπέτειά του το έκοψε εύκολα.
Στις 5 Αυγούστου 2003, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός με αναστολή επειδή χτύπησε αστυνομικό σε ένα καζίνο στα προάστια του Παρισιού τον Ιούλιο. Έλαβε επίσης πρόστιμο $1700 και διατάχθηκε να πληρώσει τον αστυνομικό $340 σαν αποζημίωση. Για την ακρίβεια πρόσβαλε και έριξε κουτουλιά στον αστυνομικό, όταν εκείνος προσπάθησε να επέμβει στη διαμάχη του ιδίου με έναν κρουπιέρη ρουλέτας.
Στις 13 Φεβρουαρίου 2007, ο Σαρίφ κρίθηκε ένοχος για επίθεση σε έναν υπάλληλο πάρκινγκ στο Μπέβερλυ Χιλς και σπάσιμο της μύτης του. Ο Σαρίφ, κάποτε ανάμεσα στους διασημότερους παίκτες μπριτζ παγκοσμίως, συνέγραφε μια στήλη αναφορικά με το παιχνίδι αυτό για την εφημερίδα Chicago Tribune για αρκετά χρόνια. Έχει επίσης γράψει αρκετά βιβλία για το μπριτζ και δώσει το όνομά του σε ένα σχετικό ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Για σειρά ετών ο συμπαίκτης του σε διεθνή τουρνουά ήταν ο προπονητής ράγκμπυ Τόμμυ Πρόθρο. Το 2006, ο Σαρίφ αποχώρησε από το χώρο και δήλωσε:
«Σταμάτησα εντελώς. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να ήμουν σκλάβος πια κανενός πάθους εκτός από τη δουλειά μου. Είχα πολλά πάθη, μπριτζ, άλογα, τζόγο. Επιθυμώ να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής, να είμαι περισσότερο με την οικογένειά μου γιατί δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Πέθανε στις 10 Ιουλίου 2015 στο Κάιρο, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 83 ετών.