Η κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών δημιουργεί, άραγε, τετελεσμένα που πλέον δεν αλλάζουν; Πώς θα διαχειριστεί το ζήτημα αυτό η Ν.Δ. ως κυβέρνηση;
Παρά την εντονότατη διαφωνία μας και μέσα από μία διαδικασία που προσβάλλει την κοινοβουλευτική διαδικασία, η κυβέρνηση επέμεινε να δεσμεύσει τον Ελληνισμό και τις επόμενες γενιές σε μια συμφωνία που ήταν προϊόν κακής διαπραγμάτευσης.
Το γεγονός και μόνο ότι η συζήτηση έγινε χωρίς να υπάρχει το τελικό σώμα (corpus) του συνταγματικού κειμένου της γειτονικής χώρας, στο οποίο να περιλαμβάνονται οι συνταγματικές τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο κρατών, φανερώνει την πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης.
Την πρόθεσή της, δηλαδή, όχι να επιλύσει ένα πρόβλημα, αλλά να το παραπέμψει στο μέλλον στην πραγματικότητα, λόγω των αρκετών προβληματικών σημείων που εμπεριέχει η συμφωνία, την οποία προβάλλει όμως σαν μία δήθεν «επιτυχία», διχάζοντας παράλληλα τον πολιτικό κόσμο και την κοινωνία για μικροκομματικούς λόγους.
Από την πλευρά μας θα επιχειρήσουμε να διαπραγματευτούμε ό,τι είναι δυνατόν να αλλάξει, χωρίς βεβαίως να απολέσουμε τη θεσμική σοβαρότητά μας.
Οδηγεί, πιστεύετε, η συμφωνία των Πρεσπών σε ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού της χώρας; Ηδη βλέπουμε να επηρεάζει τρία κόμματα (ΑΝ.ΕΛ., ΚΙΝ.ΑΛ., Ποτάμι).
Ανεξάρτητα από άλλες σκοπιμότητες, η κυβέρνηση επιδίωξε και την εργαλειοποίηση της συμφωνίας, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό της χώρας μας. Βεβαίως, υφίσταται ήδη και ο ΣΥΡΙΖΑ τις συνέπειες, έχοντας καταστεί κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία συνεχίζει να κυβερνά με τη στήριξη «δανεικών» βουλευτών.
Το «κεντροαριστερό» όραμα του κ. Τσίπρα, παρότι είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας, προφανώς έπεισε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου για την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, σε συνδυασμό με τις πιέσεις -ή και τις διαβεβαιώσεις- από παράγοντες εκτός χώρας.
Η πρόθεση αυτή εξηγεί και το γιατί δεν επιδίωξε τη συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ο κ. Τσίπρας, αλλά αντιθέτως επιδίωξε τη διάσπαση του εθνικού μετώπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο παρελθόν.
Δημήτρης Μαμαλούκας στον ΕΤ: «Η ελπίδα αντίβαρο στον φόβο του θανάτου»
Δεν μπορεί όμως η εξωτερική πολιτική της χώρας μας να γίνεται υποχείριο κομματικών συμφερόντων και αδιαφανών σκοπιμοτήτων ούτε στο βωμό αυτό να θυσιάζονται τα εθνικά μας συμφέροντα.
Γιατί η Ν.Δ. επικρίνει τις μετακινήσεις βουλευτών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν και η ίδια επιδιώκει να διευρύνεται με στελέχη από άλλους πολιτικούς χώρους;
Για να χρησιμοποιήσω τη δική σας ορολογία, η Νέα Δημοκρατία διευρύνεται, ενώ προς τον ΣΥΡΙΖΑ μετακινούνται. Η Ν.Δ. διευρύνεται συγκεκριμένα με πρόσωπα από όμορους πολιτικούς χώρους, τα οποία -ακόμη και όταν ανήκαν σε άλλα κόμματα- είχαν έναν σταθερά φιλελεύθερο ιδεολογικό προσανατολισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, επιδιώκει τη μετακίνηση προς αυτόν προσώπων ακόμη και γνωστών για τις εντελώς αντίθετες ιδεολογικές τους θέσεις, με αμοιβαία καιροσκοπικό στόχο: Να μην πέσει η κυβέρνησή του και τα συγκεκριμένα πρόσωπα να παραμείνουν βουλευτές.
Ο κ. Καμμένος ασκεί πλέον πολύ σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Εξακολουθεί η Ν.Δ. να πιστεύει ότι πρόκειται για ψεύτικο διαζύγιο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.;
Για το γεγονός ότι το «διαζύγιο» ήταν προσυνεννοημένο, εκτιμώ ότι δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία και ουσιαστικά το έχει επιβεβαιώσει και ο ίδιος ο κ. Καμμένος με τη στάση του, αλλά και με τα όσα έχει δηλώσει μετά την αποχώρησή του από το κυβερνητικό σχήμα. Ουδείς μπορεί να αγνοήσει ότι ο κ. Τσίπρας παραμένει πρωθυπουργός με την ψήφο «δανεικών» βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Το αν ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ. διαπιστώνει πλέον ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι του «διαζυγίου» από τον κ. Τσίπρα, αυτό είναι διαφορετικής τάξης ζήτημα, αλλά αφορά στους ίδιους. Το γεγονός ότι συγκυβερνούσαν επί τέσσερα χρόνια και καθ’ όλη τη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια δεν αλλάζει.
Συμμερίζεστε την άποψη ότι ο ορίζοντας αυτής της κυβέρνησης δεν μπορεί να υπερβεί τον Μάιο;
Εκτιμώ ότι το πιθανότερο σενάριο είναι όντως οι εκλογές να διεξαχθούν τον Μάιο, ταυτόχρονα (ή με μία εβδομάδα διαφορά) με τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν αποκλείω, βεβαίως, με βάση τα όσα σας ανέφερα προηγουμένως για το «κεντροαριστερό όραμα», ο κ. Τσίπρας να κρίνει ότι του χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να διεμβολίσει το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο όμως εάν θα υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία στηρίζεται σε «δανεικούς» βουλευτές, δεν μπορεί να πάει μακριά.
Απέναντι στη Χρυσή Αυγή απαιτείται η ομόθυμη στάση των κομμάτων του «δημοκρατικού τόξου»
Από τις στιγμές της συζήτησης στη Βουλή που ξεχώρισαν ήταν η δική σας τοποθέτηση κατά της Χρυσής Αυγής, η οποία χειροκροτήθηκε ακόμη και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός όμως ότι έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό πόλωσης και σφοδρής σύγκρουσης στην πολιτική ζωή και ότι τέτοιες στιγμές σύμπνοιας είναι σπάνιες σας ανησυχεί;
Με χαροποίησαν πραγματικά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή και η στάση του κ. Κοντονή, όπως επίσης του κ. Ξυδάκη και άλλων συναδέλφων. Απέναντι στο νεοναζιστικό μόρφωμα απαιτείται η ομόθυμη στάση των κομμάτων του «δημοκρατικού τόξου», χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, όπως είναι η σταθερή θέση μου, την οποία έχω εκφράσει επανειλημμένως. Βεβαίως, απαιτείται παράλληλα η αποφυγή πολιτικών συμπεριφορών και πρακτικών που οδηγούν στην εμπέδωση ενός κλίματος εθνικού διχασμού. Λυπούμαι, όμως, να πω ότι η κυβέρνηση με τη στάση της δείχνει συχνά να επιδιώκει την πόλωση και να επενδύει πολιτικά σε αυτήν, αποφεύγοντας την εθνική συνεννόηση ακόμη και σε κορυφαία ζητήματα ή κάνοντας λόγο για «ακροδεξιά Νέα Δημοκρατία», παρότι ο πρόεδρός μας Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας κατεξοχήν φιλελεύθερος πολιτικός.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]