![](https://eleftherostypos.gr/wp-content/uploads/2024/04/amalia-giannikou-photo-300x169-jpeg.webp)
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία ταινία που πρόλαβα στο Petit Palais, αλλά σίγουρα θυμάμαι τη χαρά μου, όταν έμαθα πως ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω, ο Γιωργής Τσουρής, ανέλαβε να διασκευάσει και να σκηνοθετήσει τις πρώτες δύο παραστάσεις του νεοσύστατου θεατρικού χώρου. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η χαρά μου, όταν δέχτηκε να απαντήσει σε δύο ερωτήσεις για αυτά τα φιλόδοξα εγχειρήματα, το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» και τον «Βαρόνο Φ».
Γιωργή, το ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ ξεκίνησε δυναμικά τη θεατρική του πορεία με το «Τριαντάφυλλο στο στήθος», μ’ εσένα στο τιμόνι της σκηνοθεσίας. Τι σε τράβηξε στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου και τι αποκόμισες από αυτήν τη σκηνοθεσία;
Λατρεύω τον Τενεσί Ουίλιαμς. Η τριλογία («Χαρτοπόλεμος», «170 τετραγωνικά», «Μακριά από παιδιά»), που φτιάξαμε ως θεατρικός οργανισμός (MA NON TROPPO) τα τελευταία 7 χρόνια, αντλεί έμπνευση και θεματική από τα αριστουργήματα του Ουίλιαμς. Ιδιαίτερα από τον «Γυάλινο κόσμο», που υπήρξε το υπόδειγμα για πολλά μεταγενέστερα θεατρικά επιτεύγματα.
Το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά και λιγότερο παιγμένα έργα του συγγραφέα. Πρόκειται για έργο με ιδιάζουσα δομή, πολύ ωραίους χαρακτήρες και κωμικό «ύφασμα», που κρύβει έντονη συγκίνηση και εσωτερικές ανατροπές. Αγάπησα την κεντρική ηρωίδα -ο Ουίλιαμς είναι μετρ των γυναικείων χαρακτήρων- από την πρώτη ανάγνωση και θέλησα να μεταπλάσω την ιστορία της και να τη φέρω στη σκηνή.
Το ταξίδι του ανεβάσματος ήταν γεμάτο περιπέτειες, πολύ διδακτικές για έναν «δόκιμο» στον στίβο της σκηνοθεσίας. Σε πολλά σημεία τα πράγματα «κούμπωσαν» ακριβώς όπως τα φανταζόμουν και σε άλλα τόσα «έφαγα τα μούτρα μου», ξανά και ξανά μέχρι να βρω τη λύση… τη σωστή κατ’ εμέ σκηνική λειτουργία. Ακούμπησα τις ελπίδες μου σε σπουδαίους συναδέλφους και συντελεστές, που αγάπησαν και αυτοί με τη σειρά τους το ταξίδι της Σεραφίνας προς τη λύτρωση. Τον τελευταίο λόγο για μια παράσταση, βέβαια, τον έχει πάντα το κοινό. Εύχομαι να συνεχίσει να αγκαλιάζει αυτήν τη δουλειά για αρκετό καιρό ακόμα.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στο να διασκευάσεις/σκηνοθετήσεις ένα έργο του 1870, τον «Φιάκα», και να υποδυθείς τον υπηρέτη του; Πιο συγκεκριμένα, ποια στοιχεία κωμωδίας παραμένουν διαχρονικά και τι χρειάστηκε να αναθεωρηθεί και να έρθει στο σήμερα, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι τα μέχρι δακρύων γέλια που κάναμε κατά τη διασκευή και τις πρόβες. Ο Δημοσθένης Μισιτζής δεν είναι απλά διαχρονικός. Το χιούμορ και η καυστικότητά του θυμίζουν σε σημεία κορυφαίους Αμερικανούς κωμωδιογράφους της γενιάς μου. Μπορεί να ακούγομαι υπερβολικός. Μπορεί και να είμαι. Αλλά το συγκεκριμένο έργο είναι για εμένα ένας από τους λόγους που κάνω αυτήν τη δουλειά.
Υπήρξε μεγάλη θεατρική επιτυχία του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμη μωρό, είχα μαγευτεί από την παράσταση τότε. Ο ρόλος του υπηρέτη Γιάννη, που υποδύομαι τώρα, ήταν ο ρόλος που μου έδωσε μια θέση στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου στις εισαγωγικές εξετάσεις και, γενικά, το έργο αυτό υπήρξε σημείο αναφοράς σε όλα μου τα βήματα.
Η συνάντησή μου με αυτήν την ομάδα των ηθοποιών και τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, με τον οποίο συνυπογράφουμε τη σκηνοθεσία, μου δίνει μεγάλη αυτοπεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα. Η διασκευή μας επικεντρώθηκε στο δίπολο αλήθεια και ψέμα. Στα ψέματα που πλάθουμε για να πείσουμε τους γύρω μας και τον εαυτό μας ότι είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό που στ’ αλήθεια είμαστε. Μια ομαδική αυτοκρατορική παράκρουση παρελαύνει στη σκηνή και ως Ελληνα με αγγίζει βαθιά και μου ξύνει πληγές σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.