Αυτό είναι ένα από τα πολλά που συμβαίνουν στο βιβλίο του Βαγγέλη Μπέκα, «Ο γιος μας» (εκδόσεις Ψυχογιός). Μια πολυεπίπεδη ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα ελληνικό ακριτικό χωριό. Κοντά στα σύνορα, λοιπόν, εξαφανίζεται ο επτάχρονος γιος ενός εκ των βασικών ηρώων της ιστορίας, του Νίκου.
Τον ψάχνει παντού και μαζί του και οι άλλοι βασικοί πρωταγωνιστές απλώνουν, χάρη στην πρωτότυπη μαεστρία του Μπέκα, τους χαρακτήρες και τις ζωές τους στις σελίδες του βιβλίου. Απλώνονται στην ατμόσφαιρα μιας νουάρ ιστορίας που εντάσσεται σε έναν ιδιότυπο νεοελληνικό επαρχιακό ρεαλισμό. Είναι από τις λίγες φορές που Ελληνας συγγραφέας κατορθώνει να δημιουργεί αυτήν την ατμόσφαιρα.
Μνήμη, τύψεις, ηθικά διλήμματα, η σχέση πατέρα και γιου, διαφθορά, ναρκωτικά, υπόκοσμος και διαβαλκανικό οργανωμένο έγκλημα, ισλαμική τρομοκρατία και φανατισμός, η φτήνια του θανάτου, τιμωρία και αυτοτιμωρία, ο έρωτας, κρυφός και φανερός, αλήθεια και ψέμα.
Ολα μπλέκονται με ασαφή… σαφήνεια υπό το μαγικό πέπλο που σκεπάζει την ελληνική επαρχία με τις εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές, που μπορεί κάποιες φορές να δίνουν την εντύπωση ότι επαναλαμβάνονται αλλά στην πραγματικότητα υπηρετούν το σκοπό του συγγραφέα. Η τρομακτική ιστορία του αποκεφαλισμού του Γάλλου καθηγητή στο Παρίσι από έναν 18χρονο, ο οποίος φέρεται να είχε σχέσεις με τον ISIS, καθιστά το βιβλίο ακόμα πιο επίκαιρο.
Η γειτνίαση, η ειρηνική συνύπαρξη, ο φανατισμός είναι ιδωμένα από τον Μπέκα υπό την ήρεμη, ανθρώπινη πλευρά της Ιστορίας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει το σπίρτο που είναι έτοιμο να φουντώσει στο μυαλό του μουσουλμάνου της αντίπερα πλευράς των συνόρων. Φλερτάρει πολύ με αυτό το σενάριο, όπως και οι «από δω» Χριστιανοί.
Είναι ένα βιβλίο που μυρίζει. Σχεδόν όλες οι σκηνές της πρωτότυπης δομής του σεναρίου του καλύπτονται από ένα παχύ στρώμα ομίχλης, μουσκεύονται από τις βροχές που πέφτουν ατέλειωτες ώρες. Οι ζωές των ηρώων μυρίζουν υγρασία, χώμα και λάσπη, καμένο ξύλο, ξεθυμασμένο τσίπουρο, είναι νοτισμένες από τσιγαρίλα αλλά και φρέσκο ή ξεραμένο αίμα, εικόνες που σε όλους μας ξυπνούν οικείες αποθηκευμένες μνήμες:
«Η παλιά σόμπα του καφενείου έχει ραγίσει και καπνίζει, οι θαμώνες δυσφορούν, αλλά ο καφετζής αδιαφορεί και ανακατεύει με την κουτάλα το καζάνι με τον πατσά που φτιάχνει για τους αντίχριστους. Κρέας τέτοια μέρα. Και για το μεσημέρι κόκορας κοκκινιστός. Τέτοια κάνει ο αμαρτωλός και ο παπάς δεν πατάει στο καφενείο». Ή σε κάποιο άλλο σημείο όπου ο Νίκος ψάχνει απεγνωσμένα τον γιο του: «Κι όμως ήταν όπως τ’ ακούς! Το χαλάκι μπρος στην ντουλάπα με τα κατσαρολικά της Μάγδας ήταν γεμάτο πιτσιλιές από αίμα. Σίγουρα αίμα. Το μυαλό μου σκοτείνιασε, οι ήχοι σταμάτησαν και τα πόδια μου καρφωμένα στη γη.
Βάζω το χαλάκι σε μια πλαστική σακούλα, την πετώ στο σάκο μου και βγαίνω στην καταιγίδα. Αστραπές και βροντές, η βροχή μού δέρνει το πρόσωπο και περπατώ κόντρα στον άνεμο».
Τα στοιχεία της αφήγησης πληρούν στο έπακρον μία από τις βασικές προϋποθέσεις κάθε noir δράματος: Εχουν τη λεγόμενη δημιουργική ένταση μεταξύ τους. Το έχει γράψει η Π. Ντ. Τζέιμς, η πασίγνωστη Βρετανίδα συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, γνωστή και ως η Βαρόνη του Χόλαντ Παρκ, όπως την έχρισε η βασίλισσα Ελισάβετ για την προσφορά της στα βρετανικά γράμματα: «Η ανάγνωση οποιουδήποτε μυθιστορήματος είναι μια πράξη συμβίωσης.
Προσφέρουμε τη φαντασία μας στη φαντασία του συγγραφέα, εισχωρώντας εθελοντικά στον κόσμο του, παίρνοντας μέρος στη ζωή των ηρώων του και σχηματίζοντας με τις λέξεις και τις εικόνες του συγγραφέα τη δική μας νοητική εικόνα ανθρώπων και τόπων». Στο «Ο γιος μας» συμβαίνει αυτό κατά κόρον. Δεν είναι ιστορία που έχει το τηλεοπτικό «Nordic Noir» σκοτάδι.
Εχει το ελληνικό επαρχιακό σκοτάδι που κρύβεται κάτω από τη βαριά φλοκάτη της φαινομενικής ηρεμίας. Σε αυτήν την ηρεμία όπου ο ήλιος και το φως μπορεί να βρίσκουν πάντα τις δικές τους χαραμάδες, αλλά οι άνθρωποι, εκεί, δεν σταματούν να κρύβονται από τις ίδιες τους τις σκιές.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου