Τι θα δούμε αυτό το καλοκαίρι από το Θέατρο Στοά;
Μια Μποστειάδα. Εχω κάνει μια σύνθεση από πάρα πολλά κείμενα του Μποστ, από θεατρικά, από πεζά, από διαφημίσεις, από πολλά και διάφορα, και έχει βγει ένα άλλο έργο. Στην πρώτη πράξη η Φαύστα δέχεται σπίτι της όλες τις φιλενάδες της που είναι όλες ηρωίδες του Μποστ, η Μαρία Πενταγιώτισσα, η Μήδεια κ.ά. Αμέσως μετά εμφανίζεται ένα ανδρόγυνο που ζητάει την κόρη της Φαύστας σε γάμο και στη δεύτερη πράξη γίνεται ο γάμος, όπου μαζεύονται και άλλοι ήρωες του Μποστ. Είναι ένα πανόραμα από τους ήρωες του Μποστ, οι οποίοι φλυαρούν για διάφορα πράγματα. Θέλαμε, με αφορμή τα 50 χρόνια του Θεάτρου Στοά, να κάνουμε μια γιορτή, ένα πανηγύρι και ο Μποστ προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Είναι ένας σύγχρονος Αριστοφάνης και τα έργα του προσφέρονται για πανηγυριώτικες καταστάσεις.
Αφορά ο Μποστ τον σημερινό θεατή;
Ο Μποστ αφορά τον θεατή σήμερα και θα τον αφορά για πάρα πολλές δεκαετίες ακόμη, γιατί αυτά που θίγει, πέρα από το παιχνίδι που κάνει με τη γλώσσα, την ανύπαρκτη και πολύ ταλαιπωρημένη ελληνική γλώσσα έτσι όπως έχει καταντήσει, η κριτική του είναι τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Βέβαια, πάντοτε θίγει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, η οποία, δυστυχώς, δεν αλλάζει. Μερικά από τα κείμενα έχουν γραφτεί το 1963 και σήμερα ακούγονται πάρα πολύ σύγχρονα. Εχει γυρίσει τόσο τούμπα πλέον η κατάσταση στην κοινωνία που φοβάσαι μη σου πουν ότι το ένα ή το άλλο κείμενο της παράστασης το γράψαμε με κάποια σημερινή αφορμή. Είναι διαχρονικός ο Μποστ.
Υστερα από 52 χρόνια στο Θέατρο Στοά, είστε σήμερα στο σημείο που φανταζόσασταν στην αρχή;
Οταν ξεκινάς, δεν μπορείς να φανταστείς πού θα φτάσεις. Στόχος είναι να κάνεις μια σοβαρή δουλειά, να απευθυνθείς στον κόσμο, να προσφέρεις και να επιβιώσεις βασικά. Επιβιώσαμε 52 χρόνια – άλλοτε εύκολα, άλλοτε δύσκολα. Μάλλον δύσκολα θα έλεγα, γιατί στο θέατρο δεν υπάρχουν χρήματα. Ομως, αν μη τι άλλο, έντιμα και ταπεινά. Αυτό νομίζω ότι το πετύχαμε.
Μπορείτε να θυμηθείτε καλές και κακές εποχές στο Θέατρο Στοά;
Το Θέατρο Στοά ξεκίνησε το 1971 και η πρώτη περίοδος ήταν πολύ άσχημη. Ομως, σύντομα αρχίσαμε να κάνουμε κάποιες επιτυχίες, καλλιτεχνικές και εμπορικές, και νιώσαμε ότι εδραιωνόμαστε. Τότε λειτουργούσαμε και απευθυνόμασταν στο φοιτητικό κοινό, το οποίο έκανε πολλές οργανωμένες δραστηριότητες, είχαν συλλόγους. Αυτό βοηθούσε και στην αντίσταση στη δικτατορία. Οταν, λοιπόν, εμείς ανεβάσαμε στρατευμένο θέατρο, εδώ μέσα γινόταν συλλαλητήριο. Φοβηθήκαμε, βέβαια, και το πληρώσαμε. Δεν ήταν εύκολο, γιατί τα παιδιά εδώ μέσα χειροκροτούσαν και κραύγαζαν και έξω μας περίμενε η Ασφάλεια. Ερεθίζονταν με το θέαμα και έκαναν πορεία στη Λεωφόρο Παπάγου. Εκεί έτρωγαν ξύλο και μας μάζευαν όλους μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα. Δεν μπορούσαν όμως να μας κατηγορήσουν για κάτι, γιατί το έργο είχε πάρει άδεια να παιχθεί.
Με τη βελόνα του πικάπ: Κύκλοι τραγουδιών της Λίνας Νικολακοπούλου στο Major Seven
Αργότερα ανεβάσαμε ελληνικά έργα και κάναμε επιτυχία με το «Χάσαμε τη θεία, στοπ». Εκεί εδραιώθηκε η Στοά οριστικά. Τόσο στη συνείδηση του κοινού όσο και στη συνείδηση του θεατρικού κόσμου, κάτι πολύ σημαντικό. Από εκεί και μετά άρχισε η άνοδος. Περάσαμε περιόδους με πάρα πολύ κόσμο, με ουρές. Αλλά ήρθαν και εποχές που είχαμε σοβαρά προβλήματα. Ερχονταν 7-8 άτομα να δουν τις παραστάσεις μας. Αυτά συνέβησαν από το 1990 και μετά, που ξεκίνησε μια περίεργη κάμψη στο θέατρο, ήταν και η τηλεόραση μαζί και είπαμε το… ψωμί ψωμάκι. Αλλά μετά ήρθε πάλι μια περίοδος ανάκαμψης. Αυτά είναι λογικό να συμβαίνουν σε μια επιχείρηση 52 ετών. Θα ήταν επικίνδυνο να είναι διαρκώς ψηλά, για όλους μας.
Γιατί επιβίωσε αυτό το θέατρο τόσες δεκαετίες;
Νομίζω ότι είχαμε συνέπεια στη δουλειά μας και σεβασμό στον θεατή. Είχαμε ρεπερτόριο που απευθυνόταν στον σύγχρονο θεατή. Δεν ανεβάσαμε ποτέ μια παράσταση γιατί βόλευε τον πρωταγωνιστή, την πρωταγωνίστρια ή τους πρωταγωνιστές. Υπήρχαν παραστάσεις που δεν έπαιζα εγώ. Σε άλλες δεν έπαιζε η Λήδα Πρωτοψάλτη. Και θεωρώ ότι αυτό το κατάλαβε και ο κόσμος, το πήρε το μήνυμα. Ημασταν πιστοί στη γραμμή μας, σταθεροί και ο κόσμος το εκτίμησε αυτό.
Κλείνει ένας κύκλος για εσάς στα 50 χρόνια της Στοάς;
Δεν νιώθω ότι με τα 50 χρόνια της Στοάς κλείνει ένας κύκλος. Το βλέμμα μας είναι στα παρακάτω εφόσον αντέχουμε ακόμα βιολογικά. Ο κύκλος κλείνει όταν δεν έχεις πλέον να πεις τίποτα στον κόσμο.
Πώς σας φαίνεται το θέατρο σήμερα στην Ελλάδα;
Δεν νιώθω ότι έχω σχέση με το θέατρο έτσι όπως λειτουργεί σήμερα. Το ονομάζω περισσότερο θέαμα και λιγότερο θέατρο. Τώρα είναι πιο επιδερμικά τα πράγματα, πιο φανταχτερά. Ο καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να κάνει κάτι παράξενο και περίεργο. Η κοινωνία δεν έχει προσωπικότητα πια και ο καλλιτέχνης τσαλαβουτάει μέσα σε αυτό για να διαπιστώσει τι γίνεται. Δεν ξέρουμε τι θέλει αυτή η κοινωνία, πού πηγαίνει. Γιατί να το ξέρει ο καλλιτέχνης; Δεν είναι κανένα σοφό πλάσμα, δεν είναι Θεός να βλέπει τα πάντα από ψηλά. Και όσοι ζητάνε από τους ανθρώπους του πολιτισμού να παίρνουν θέση, δεν δικαιούνται να το κάνουν αυτό όταν οι ίδιοι είναι αμέτοχοι και αδιάφοροι σε όσα συμβαίνουν. Είμαστε κοινωνία με το νερό μέχρι τη μύτη και προσπαθούμε να πάρουμε ανάσα, να επιβιώσουμε. Ολα τα άλλα είναι αδιάφορα. Η κοινωνία πνίγεται. Οπότε, ποια ευθύνη να ζητήσω και από ποιον; Είμαστε όλοι βουλιαγμένοι σε έναν περίεργο βούρκο και προσπαθούμε να πάρουμε ανάσα.
Ηταν πάντα έτσι τα πράγματα σε αυτήν τη χώρα;
Ευτύχησα να ζήσω σε μια περίοδο που τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ισως, αυτό να οφείλεται στο ότι βγαίναμε από τον εμφύλιο πόλεμο ή τη δικτατορία. Βγαίναμε από πολύ δύσκολες συνθήκες και η τάση μας ήταν να αντισταθούμε, να αντιδράσουμε. Να οργανωθούμε για να δημιουργήσουμε. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη, γιατί είναι πολύ έντονη η ανάγκη της επιβίωσης. Οχι της υλικής αλλά της πνευματικής.
Ναι, αλλά η κρίση έφερε άνθηση στις τέχνες…
Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι με έντονη επιθυμία να δημιουργήσουν. Αλλά το θέμα είναι τι στόχο έχουν. Ο καλλιτέχνης έχει πλέον πρόβλημα στο να προγραμματίσει την επόμενη μέρα του. Πάντα ήταν έτσι αλλά όχι στον βαθμό που ισχύει σήμερα. Η πανδημία ήρθε και μας το πέταξε αυτό στη μούρη. Δεν ξέραμε πώς θα είναι η άλλη εβδομάδα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε. Και τώρα μιλάμε για το τι θα κάνουμε τον χειμώνα. Ξέρουμε όμως τι συνθήκες θα επικρατούν τότε; Εγώ κρατάω μια πισινή. Αν έχουμε πάλι καραντίνα; Ή κάτι άλλο; Δεν πιστεύω ότι αυτή η κατάσταση που έφερε ο κορονοϊός θα φύγει έτσι εύκολα και θα γυρίσουμε εκεί όπου ήμασταν. Αλλωστε, δεν μπορούμε να γυρίσουμε εκεί όπου ήμασταν, γιατί έχουμε πλέον αλλάξει πάρα πολύ μέσα μας. Απλώς, δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα.
Ελπίζετε για αυτήν τη χώρα;
Ζούμε σε μια υπανάπτυκτη χώρα και δεν μπορώ, δυστυχώς, να περιμένω τίποτα από μια υπανάπτυκτη χώρα. Η ανάπτυξή μας εδώ έρχεται με 50 χρόνια καθυστέρηση. Αποκτήσαμε την Αττική Οδό και λέμε επιτέλους. Αλλά αυτό το έχουμε δει στο Παρίσι από το 1965. Ή το μετρό ή ένα καλό αεροδρόμιο. Διάβαζα πρόσφατα το βιβλίο ενός εξερευνητή του 1850 που έλεγε πως το 80% των χρημάτων που έρχονταν στην Ελλάδα από τα δάνεια πήγαινε στις ανάγκες συγκεκριμένων ανθρώπων και το 20% για τα έργα του λαού. Γι’ αυτό η χώρα δεν πρόκειται ποτέ να αναπτυχθεί ουσιαστικά. Σαν να διαβάζω για την Ελλάδα τού 2010. Τι ελπίδες να έχεις, λοιπόν, για αυτήν τη χώρα; Αν δεν γίνει ένα άλμα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Αλλά δεν νομίζω ότι την αφήνουν κιόλας να κάνει αυτό το άλμα. Οταν ο προϋπολογισμός παίρνει έγκριση από έξω για να ψηφισθεί, οι αυξήσεις στους μισθούς, οι μειώσεις, όλα. Πώς να αλλάξουν τα πράγματα έτσι;
Σας χαροποιεί που η μυθοπλασία επέστρεψε στην τηλεόραση και τόσος κόσμος βρίσκει δουλειά;
Γιατί να χαρώ που επέστρεψε η μυθοπλασία στην τηλεόραση; Για τους πενιχρούς μισθούς, για τις συνθήκες υπό τις οποίες κατασκευάζονται οι σειρές; Για τα σενάρια που φτάνουν στους ηθοποιούς δύο ώρες πριν από το γύρισμα; Που αν κάνεις σαρδάμ, δεν σου το ξαναζητάνε αλλά σου λένε θα το κόψουμε στο μοντάζ για να μη χάνεται χρόνος και να προχωράνε τα επεισόδια; Είναι σκέτη απελπισία. Δεν κατανοώ γιατί τα παιδιά πηγαίνουν να δουλέψουν στην τηλεόραση, αλλά εύχομαι να αναθαρρήσουν, να φωτίσει το μυαλό τους και να αντιδράσουν.
Οι συνάδελφοί σας θα σας πουν ότι έχουν θέμα επιβίωσης. Γι’ αυτό δουλεύουν στην τηλεόραση ή σε τρεις παραστάσεις παράλληλα.
Εχω φτιάξει αυτό το θέατρο πεινώντας. Υπήρχαν εποχές που δεν είχαμε τσιγάρο να καπνίσουμε και μαζεύαμε τις γόπες από κάτω. Και όλα αυτά για να κρατήσουμε αυτό το θέατρο και τη δουλειά μας σε ένα επίπεδο. Ας μη βγάζεις 1.500 τον μήνα. Βγάλε 1.000. Αλλά να έχεις την αξιοπρέπειά σου. Δεν είμαι γιος του Ωνάση, δεν είμαι από τα βόρεια προάστια. Από την Καισαριανή είμαι και μάτωσα κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Μη μου λέτε για οικονομικά ζητήματα.
Info
«ΑΚΟΥΩ ΗΧΟΝ ΚΩΔΩΝΟΣ»
Σύνθεση κειμένων του Μποστ από τον Θανάση Παπαγεωργίου
Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου
Παίζουν: Λήδα Πρωτοψάλτη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Διονύσης Τσακνής κ.ά.