Ωστόσο, δεν άφησε ποτέ να μαραζώσει η καλλιτεχνική της φύση. Η σκηνοθεσία είναι η δική της πηγή ζωής. Γι’ αυτό επιστρέφει σε αυτήν όποτε της το επιτρέπει το βαρύ της πρόγραμμα και έχει να αναμετρηθεί με κάτι που είναι ενδιαφέρον, δημιουργικό, κινητοποιεί τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις και εξελίσσει την αναγνωρίσιμη σκηνοθετική της ταυτότητα.
Μετά την πολύ επιτυχημένη της πρώτη συνεργασία με την ΕΛΣ στη σύγχρονη όπερα «Ζ», το 2018, η Κατερίνα Ευαγγελάτου υπογράφει τη σκηνοθεσία στον «Ριγολέττο», το σκοτεινό αριστούργημα του Βέρντι, στη μεγάλη παραγωγή που παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ηρώδειο, στις 2, 5, 8 και 11 Ιουνίου, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.
Λίγο πριν η παράσταση πάρει επίσημα τη θέση της στη σκηνή, οι πρόβες στο Ηρώδειο είναι καθημερινές και ουσιαστικές, με την Κατερίνα Ευαγγελάτου πανταχού παρούσα, ώστε το όραμά της να πάρει σάρκα και οστά. Μεθοδική, με προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια, δίνει οδηγίες σε μια αρμονική συνεργασία με τους ερμηνευτές, τον διεθνούς ακτινοβολίας και απόλυτο γνώστη του έργου Δημήτρη Τηλιακό, που ερμηνεύει τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο του Ριγολέττου, αλλά και τους υπόλοιπους συντελεστές. Το υποβλητικό σκηνικό, το εξωτερικό μιας ιταλικής έπαυλης, διά χειρός Εύας Μανιδάκη, ταιριάζει απόλυτα στο επιβλητικό σκηνικό του Ηρωδείου, ενώ τα κοστούμια έχουν την υπογραφή του διακεκριμένου διεθνώς Αλαν Χράνιτελ.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου αποφάσισε να μεταφέρει τη δράση μιας όπερας που παρουσιάστηκε πριν από 171 χρόνια στη Βενετία, στη δεκαετία του ’80:
«Μελετώντας το έργο, τόσο το λιμπρέτο όσο και τη μουσική, άρχισα να σκέφτομαι τι άνθρωποι είναι οι ήρωες του έργου, πώς δρουν και πώς σκέφτονται», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου στον «Ε.Τ.» της Κυριακής και συνεχίζει: «Στο έργο κυριαρχεί ατμόσφαιρα σήψης. Εχουμε μια κοινωνία ανήθικη, που δολοφονεί, εκβιάζει, βιάζει και φέρεται στις γυναίκες σαν να είναι αντικείμενα. Επίσης, είναι θρησκόληπτη, προληπτική και φαίνεται ότι έχει πολλά μυστικά. Μια κοινωνία που σκοτώνει για ψύλλου πήδημα».
Αυτά που περιγράφετε δεν είναι χαρακτηριστικά και της σημερινής κοινωνίας;
Ναι, βεβαίως. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι τις διάφορες εποχές και τη μυθολογία του έργου, λαμβάνοντας πάντα υπόψη μου και το Ηρώδειο, γιατί είναι σημαντικό σε ποιον χώρο ανεβάζεις ένα έργο. Ολα αυτά τα στοιχεία άρχισαν να δημιουργούν μέσα μου ένα σκοτεινό σύμπαν. Ετσι, κατευθύνθηκα στην ιταλική Μαφία, καθώς βέβαια το έργο είναι ιταλικό. Αμέσως μπόρεσα να φτιάξω ένα περιβάλλον που έχει πολύ μεγάλη σχέση με το έργο. Η θέση της γυναίκας με προβλημάτισε πολύ. Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τις γυναίκες ή τις κόρες τους σαν κτήματά τους. Τις έχουν είτε ως σκεύη ηδονής είτε φυλακισμένες. Ολα αυτά σε συνδυασμό με το αισθητικό κομμάτι, γιατί η δεκαετία του ’80 σε επίπεδο κοστουμιών και εποχής έχει πολύ ενδιαφέρον, με έκαναν να επιλέξω αυτό το χρονικό πλαίσιο για την παράσταση».
Σας προβληματίζει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται μεγάλη ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών; Τι φταίει, πού οφείλεται; Παράλληλα η τραπ, μια μουσική που ακούν οι νέοι, κρατά μια περίεργη στάση απέναντι στις γυναίκες.
Σίγουρα η πανδημία έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας. Φυσικά, όλα ξεκινούν από το σπίτι, από την οικογένεια. Αν ένα παιδί γίνεται μάρτυρας βίαιων συμπεριφορών, θα τις μεταφέρει στη συνέχεια στους φίλους και την παρέα του, στη γειτονιά, στη δική του οικογένεια. Είναι αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών φαινομένων αυτή η βία. Ενα κομμάτι έχει να κάνει με την έλλειψη καλλιέργειας, ένα άλλο με την οικονομική κρίση, καθώς ο κόσμος είναι πολύ ανήσυχος για τον βιοπορισμό του, κάτι που δημιουργεί εκνευρισμό. Σε ακραίες στιγμές, όπως αυτές που ζήσαμε τα τελευταία δύο χρόνια, που είσαι απομονωμένος, κλεισμένος, δεν μπορείς να πας μια βόλτα, να έχεις επικοινωνία με τη φύση, αν δεν έχεις από κάπου να πιαστείς, που θα σου δώσει φως, παρηγοριά και ελπίδα, και αυτό είναι η τέχνη, αυτόματα ξυπνούν μέσα σου τα πιο σκοτεινά ένστικτα.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Η μη λειτουργία της τέχνης τα τελευταία χρόνια διευκόλυνε την έξαρση της βίας;
Η πανδημία αποκάλυψε αυτήν την τεράστια έλλειψη που έχουμε, και οι νεότερες γενιές, το λέω επειδή αναφέρατε την τραπ, στο πώς εντάσσουμε την τέχνη στην καθημερινότητά μας, την υψηλή, ποιοτική μουσική, τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον χορό. Ολες αυτές οι τέχνες δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν στην πανδημία. Από αυτές ο άνθρωπος διαχρονικά παίρνει κουράγιο, ελπίδα, παρηγοριά. Οι τέχνες προσφέρουν στον άνθρωπο, τον βοηθούν όχι μόνο να γίνει καλύτερος, αλλά και να στηριχτεί στα πόδια του. Στην εποχή μας βλέπουμε ότι, δυστυχώς, η τέχνη έχει αρχίσει να μην είναι προτεραιότητα. Σε κάτι τέτοιες δύσκολες περιόδους της ιστορίας, που προξενούν κοινωνικές συγκρούσεις και κοινωνικές αναταραχές, τα πράγματα είναι πολύ πιο σκοτεινά.
Είναι στοίχημα να προσελκύσετε τους νέους στην όπερα σήμερα;
Η όπερα είναι λίγο πιο μακριά από τους νέους απ’ ό,τι ίσως η μουσική ή το θέατρο πρόζας. Απαιτεί μεγαλύτερη εμπειρία και εξοικείωση, ωστόσο υπάρχουν νέοι άνθρωποι που αγαπούν την όπερα, αν και μπορεί να μην είναι πολλοί. Ελπίζω ότι ένα κομμάτι του κοινού που παρακολουθεί τη δουλειά μου θα ακολουθήσει, ακόμα και αν δεν έχει τόση εξοικείωση, και θα έρθει να δει αυτήν την όπερα από περιέργεια. Πιστεύω ότι είναι μια παράσταση που μπορεί να μιλήσει σε κάθε ηλικία και σε πολύ διαφορετικές ομάδες κοινού.
Ποια είναι η δική σας σχέση με την όπερα ως ακροάτρια, καθώς μεγαλώσατε σε μια οικογένεια γεμάτη τέχνη και πολιτισμό;
Γεννήθηκα σε ένα σπίτι και θεατρικό και μουσικό. Αυτό με επηρέασε βαθιά. Εκτός, βέβαια, από τον παππού μου, τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, που ήταν συνθέτης, αρχιμουσικός της Λυρικής Σκηνής, διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου, η θεία μου, Δάφνη Ευαγγελάτου, ήταν κορυφαία μέτζο σοπράνο σε διεθνές επίπεδο, ο πατέρας μου, Σπύρος Ευαγγελάτος, επίσης σκηνοθέτης, αγαπούσε την όπερα και είχε σκηνοθετήσει πολλά έργα, ενώ η μητέρα μου, η ηθοποιός Λήδα Τασοπούλου, επίσης έβαζε συχνά όπερα στο σπίτι να ακούσουμε. Οπότε, από μικρή είχα εξοικείωση με αυτά τα ακούσματα. Πέρασα διαστήματα που άκουγα πολλή όπερα, άλλα διαστήματα που υποχωρούσε το ενδιαφέρον μου μπροστά σε κάποια άλλα είδη, αλλά πάντα ήταν εκεί, δεν χρειάστηκε να διανύσω απόσταση για να τη συναντήσω.
Είναι τύχη να γεννιέσαι σ’ ένα τέτοιο σπίτι; Η τέχνη είναι σύμφυτη μαζί σας.
Είναι κάτι που δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Η τέχνη είναι ένα μ’ εμένα. Φυσικά, είναι τύχη, έχω πάρει πάρα πολλά από τους γονείς μου, από τους παππούδες μου, τόσο από τους ίδιους όσο και από τους ανθρώπους που γνώρισα, τα έργα, τον τρόπο σκέψης που πήρα από εκείνους.
Ως σκηνοθέτις, πόσο σας ενδιαφέρει η όπερα;
Είναι διαφορετικό να σκηνοθετείς όπερα και διαφορετικό να σκηνοθετείς θεατρικό έργο. Είναι ένα είδος μαγικό, που έχει πολλούς περιορισμούς, αλλά, από την άλλη, έχει και πολλά χαρίσματα διαφορετικά. Εχεις να πατήσεις πάνω στη μουσική, έχεις να συνεργαστείς με ανθρώπους που γνωρίζουν τους ρόλους, καθώς τους έχουν ερμηνεύσει και δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές και έχουν ήδη εμβαθύνει στο έργο. Αυτό είναι πολύ καλό και κερδίζεις χρόνο. Από την άλλη, μπορεί να είναι κακό, γιατί θα πρέπει να τους μετακινήσεις από μια παγιωμένη άποψη που έχουν για τον χαρακτήρα τον οποίο ερμηνεύουν. Αν τον έχουν ερμηνεύσει 4-5 φορές σε δέκα χρόνια, είναι πολύ δύσκολο να τους παρουσιάσεις μια αντίθετη οπτική ή τουλάχιστον μακριά από τη δική τους. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι είναι κέρδος να ξεκινάς με ανθρώπους που έχουν ήδη εμβαθύνει στο έργο, είτε τους μουσικούς είτε τους τραγουδιστές. Οπως ο Δημήτρης Τηλιακός, που έχει ερμηνεύσει το έργο πολλές φορές σε διάφορα θέατρα ανά τον κόσμο. Εχει μια τεράστια γοητεία. Είναι πολύ δημιουργικό και εποικοδομητικό.
Τον πάτε κάπου αλλού τον πρωταγωνιστή σας αυτήν τη φορά;
Ναι, αλλά ο Δημήτρης Τηλιακός είναι πολύ ανοιχτός ερμηνευτής. Είναι δώρο η συνεργασία μας. Ολοι οι πρωταγωνιστές του «Ριγολέττου» είναι ανοιχτοί και είμαι πανευτυχής που συνεργάζομαι μαζί τους, γιατί ήταν πολύ δεκτικοί και δημιουργικοί κατά τη διάρκεια των δοκιμών.
«Το Φεστιβάλ απαιτούσε το φουλ των δυνάμεών μου»
Η καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου φρενάρει κατά κάποιον τρόπο τη δουλειά σας ως σκηνοθέτιδος; Συνυπάρχουν και τα δύο ή κάποιο έχει προτεραιότητα;
Βρέθηκα σε μια πολύ δύσκολη φάση στο τιμόνι του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Τα θέατρα ήταν κλειστά, η κατάσταση απαιτούσε τη διαρκή μου παρουσία. Η τελευταία παράσταση που σκηνοθέτησα ήταν ο «Αμλετ», η οποία κατέβηκε με το lockdown. Αφοσιώθηκα στο Φεστιβάλ, αρνήθηκα προτάσεις για να μπορέσω να είμαι παρούσα με όλο μου το είναι. Μου λείπει πολύ η σκηνοθεσία, μου λείπει το θέατρο, αυτός είναι ο προορισμός μου. Δεν μπορώ να πω αν συνδυάζονται, γιατί έχω ζήσει κάτι εξαιρετικά ακραίο. Αν ήταν μια περισσότερο τοποθετημένη κατάσταση, χωρίς τόσα απρόβλεπτα, θα μπορούσε να συνδυαστεί, αλλά εδώ ζήσαμε ακραίες καταστάσεις. Επρεπε 18 ώρες την ημέρα να ασχολούμαι με το Φεστιβάλ, οπότε δεν μπορούσα να πω «τώρα κλείνω τα του Φεστιβάλ και κάνω κάτι άλλο». Απαιτούσε το φουλ των δυνάμεών μου. Αλλά και μετά την πανδημία το ίδιο ίσχυε. Θα μπορούσα τον χειμώνα να έχω σκηνοθετήσει μια παράσταση, διαπίστωσα ότι δεν γινόταν.
Τι δίνει η μία ιδιότητα στην άλλη;
Είναι πολύ ενδιαφέρον, πολύ βοηθητικό, έχω γνωρίσει και συνεργαστεί με μια ευρεία γκάμα ανθρώπων όλων των ειδικοτήτων. Από τους καλλιτέχνες και τους άλλους συνεργάτες του Φεστιβάλ έως ανθρώπους από τον χώρο της διαφήμισης, της επιχειρηματικότητας, της τεχνολογίας, του εμπορίου, είναι μια θέση που μιλάς καθημερινά με άλλους διευθυντές πολιτιστικών οργανισμών, ινστιτούτων. Μου έχει δώσει πολλά εφόδια, μεγάλη χαρά, μεγάλες αγωνίες.
Ποιο είναι το όραμα όλης της θητείας στο Φεστιβάλ;
Είναι καλύτερα να μιλήσω στο τέλος της θητείας μου γι’ αυτό. Χρειάζομαι απόσταση.