Από τις σελίδες του ξεπηδούν μεγάλοι μπαλαδόροι, συναρπαστικές βιωματικές ιστορίες, άγνωστες πτυχές εκείνης της εποχής, τότε που οι έφηβοι λάτρεις του αθλήματος μάζευαν με μανία ομάδες και παίκτες σε χαρτάκια και κολλούσαν αφίσες της αγαπημένης τους ομάδας στο δωμάτιό τους.
Ενας τέτοιος έφηβος ήταν και ο συγγραφέας του βιβλίου, ο καλός συνάδελφος, δημοσιογράφος Γιάννης Αλεξίου, που έως τώρα τον γνωρίζαμε μέσα από την άλλη μεγάλη αγάπη του για τη μουσική και τους δίσκους βινυλίου. Στο πρώτο του ποδοσφαιρικό πόνημα μας γυρίζει σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, στις αλάνες της γειτονιάς για αγώνες μέχρι τελικής πτώσεως, στις «μάχες» στα ξερά γήπεδα με κάθε λογής πρόχειρα δοκάρια, στα αθλητικά περιοδικά και τις αθλητικές εφημερίδες και, βέβαια, στα ποδοσφαιρικά ινδάλματα.
Πώς συνδέεις τις δύο αγάπες σου, τη μουσική και το ποδόσφαιρο;
Και τα δύο μού έχουν σημαδέψει τη ζωή. Συνδέθηκαν από μόνα τους, καθώς από πιτσιρικάς πρώτα έπαιζα ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς μου και ακολούθως βρήκα μία τσάντα με μικρά και μεγάλα βινύλια στο πατάρι του σπιτιού μας, που μου κέντρισε το ενδιαφέρον να αναπτύξω μια βιωματική σχέση με τη μουσική ως συλλέκτης βινυλίων από τα 11,5 μου χρόνια και ακολούθως ως μουσικός δημοσιογράφος μέχρι σήμερα. Ουσιαστικό ρόλο έπαιξε η μεγάλη λατρεία που είχα από πιτσιρικάς για τον Ελβις Πρίσλεϊ. Μουσική και ποδόσφαιρο νομίζω ότι συνδέονται από μόνα τους με κάποιον τρόπο.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που πήγες στο γήπεδο;
Η πρώτη φορά συνδέεται με το μεγάλο ποδοσφαιρικό μου ίνδαλμα, τον Θωμά Μαύρο. Ο παίκτης-φαινόμενο, που προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα στα 16 του χρόνια, μπαινόβγαινε στη διώροφη μονοκατοικία μας, στη Νέα Σμύρνη, καθώς τον γύμναζε ο θείος μου, που ήταν πρωταθλητής Αρσης Βαρών, με βάρη για να δυναμώσει. Ο Μαύρος ήταν η αιτία που ήρθα σε επαφή με το γήπεδο, καθώς ο θείος μου, ο Γιώργος Νικολάου, γνωστός ως Γιωργούλης, με πήρε μαζί του να τον δούμε. Ετσι, σε ηλικία 5 ετών, το 1972 βρέθηκα για πρώτη φορά στο γήπεδο στον αγώνα Πανιωνίου-Λάρισας 1-0, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος. Από την άνοιξη του 1979 πήγαινα πια μόνος μου στο γήπεδο να δω τον αγαπημένο μου Πανιώνιο. Αλλα ινδάλματά μου είναι οι Νόνι Λίμα, Βασίλης Μωραϊτέλης, Αντώνης Αντωνιάδης, Οσκαρ Αλβαρέζ, Κώστας Ελευθεράκης, Παναγιώτης Κελεσίδης και Τάκης Οικονομόπουλος.
Από πότε άρχισες να συλλέγεις το υλικό του βιβλίου;
Επί σειρά ετών συναντούσα ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο ποδόσφαιρο που μου αφηγούνταν απίστευτες ιστορίες, τις οποίες έχω καταγράψει μαζί με τις βιωματικές δικές μου ιστορίες. Το βιβλίο εμπλουτίζεται με έρευνες, όπως για το οπαδικό κίνημα, συνεντεύξεις ποδοσφαιριστών που ξεκίνησαν από την αλάνα και έφθασαν ψηλά, άγνωστες ιστορίες για ποδοσφαιρικά ινδάλματα, όπως ο Δημήτρης Σαραβάκος, και γενικά είναι όλη η εργασία μου πάνω στο ποδόσφαιρο.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου;
Να αναθερμάνω το ενδιαφέρον του κόσμου με τον τρόπο μου, ώστε να επιστρέψει στο γήπεδο και να μην παρατήσει γενικά το ποδόσφαιρο, όπως έκαναν πολλοί για διάφορους λόγους. Ευελπιστώ μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης να αναπολήσει μια άλλη εποχή με έμπνευση από την αλάνα, την αδιαπραγμάτευτη νιότη, που όταν έπαιζε η ομάδα μας αφήναμε τις αλάνες και ό,τι άλλο και γινόμασταν ένα, μια μεγάλη παρέα όλη η πόλη, και συναντιόμασταν στο γήπεδο. Το βιβλίο μου είναι νοσταλγικό και πρωτότυπο, εμπλουτισμένο με πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό εποχής που ανοίγει την όρεξη για μπάλα. Στην ουσία ολοκληρώνω μια τριλογία με πολύ αγαπημένα μου θέματα: το βινύλιο, το ελληνικό rock και το ποδόσφαιρο.
Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στο ποδόσφαιρο σήμερα, σε σύγκριση με την εποχή που περιγράφεις στο βιβλίο;
Κατά πολύ. Η εμπορευματοποίηση και ο στοιχηματισμός του σύγχρονου ποδοσφαίρου έχουν αλλοιώσει κατά πολύ την εξέλιξη του ποδοσφαίρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παλιότερες εποχές δεν έχουν τις μελανές στιγμές τους. Ωστόσο, μοιάζουν όλα διαφορετικά. Μια αγωνιστική ημέρα του πρωταθλήματος εκτείνεται σε τέσσερις ημέρες, ενώ κάποτε υπήρχε το ιερό ραντεβού της Κυριακής στις 3 το μεσημέρι, γεμάτα γήπεδα ακόμη και στις μικρότερες κατηγορίες, και οι φίλαθλοι δεν είχαν κινητά να τα κοιτάζουν όπως τώρα στη διάρκεια του αγώνα. Ωστόσο, το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι παραμένει συναρπαστικό και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Οπως είπε ο Γιούργκεν Κλοπ, «το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό πράγμα από τα λιγότερα σημαντικά στη ζωή».
Αποσπάσματα από το βιβλίο
- ΑΛΑΝΑ: Ο ιδρώτας που κυλούσε αργά στο ξαναμμένο κορμί μας ήταν το παράσημο της νιότης. Το αντικείμενο του πόθου ήταν η μπάλα. Ανεκτίμητη όσο τίποτε άλλο, μας έπαιρνε τα μυαλά. Ολα γύρω από αυτή. Η μπάλα της γειτονιάς δεν είχε φραγμούς ούτε όρια. Τα μικρά γηπεδάκια στις αλάνες της γειτονιάς, λόγω του μεγέθους τους, που μπορούσες να τα αλωνίσεις πάνω-κάτω αμέτρητες φορές με την αποκοτιά της ηλικίας, ενθάρρυναν το επιθετικό ποδόσφαιρο. Οι γρήγορες πάσες, οι κατεβασιές και τα πολλά γκολ σού έδιναν την εντύπωση ότι με όσα γκολ κι αν έχανε η ομάδα σου, μπορούσε να ανατρέψει το σκορ την τελευταία στιγμή. Δεν αφομοίωσα ποτέ κανένα σύστημα παίζοντας μπάλα, απλά σούταρα με όλη τη δύναμή μου, με όλη την ψυχή μου. Οι αλάνες περιβάλλανε τη διώροφη μονοκατοικία όπου μεγάλωσα…
- ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡΑΚΙ: Με το ραδιόφωνο είχα πάντα στενή σχέση. Πιτσιρικάς ονειρευόμουν να αποκτήσω ένα τρανζιστοράκι για να ακούω τους ποδοσφαιρικούς αγώνες εκεί. Μάλιστα, όταν ο νονός μου με ρώτησε τι θέλω να μου κάνει δώρο, ένα τρανζιστοράκι απάντησα. Τίποτε άλλο. Ο νονός είχε τη δυνατότητα να μου κάνει δώρο ό,τι του ζητούσα, όσο ακριβό κι αν ήταν, όμως μόνο εκεί πήγε το μυαλό μου. Ετσι έπιασα στα χέρια μου ένα όμορφο κατακόκκινο ραδιοφωνάκι κι ένιωσα πολύ χαρούμενος. Η πλάκα είναι ότι δεν μου έδειξε κανείς πώς λειτουργεί το ραδιοφωνάκι, αλλά ούτε ήξερα κι εγώ πότε να ακούσω έναν αγώνα. Το ποδόσφαιρο, οι παίκτες και οι ομάδες ήταν μόνο στα χαρτάκια που μάζευα, αλλά και στις τηλεοπτικές μεταδόσεις. Ετσι, επινόησα ένα δικό μου πρωτάθλημα, με τις ομάδες που ήξερα τα ονόματα των παικτών και άρχισα να μεταδίδω τα παιχνίδια φωναχτά με το τρανζιστοράκι μου στο αυτί που ήταν κλειστό, αλλά η φωνή του ήμουν εγώ ο ίδιος. Αρχές δεκαετίας του 1970 και ήξερα όλους τους παίκτες. Δομάζος, Αντωνιάδης, Δεληκάρης, Υβ, Κελεσίδης, Μαύρος, Κούδας, Φουντουκίδης, Παπαϊωάννου… και δώσ’ του πάσες και δώσ’ του σουτ και να δοκάρια και να σου γκολ. Φώναζα με όλη μου τη δύναμη όταν έμπαινε γκολ. Μου άρεσε να μεταδίδω χοροπηδώντας πάνω στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου, αλλά και στο σαλόνι, που ήταν μεγάλο και μπορούσα να παίζω και μπάλα ταυτόχρονα, μεταδίδοντας τους αγώνες, να ντριπλάρω τα πόδια των τραπεζιών και να περνάω την μπάλα κάτω από τον καναπέ και να σκοράρω ανάμεσα στα πόδια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας, που είχε τρεις-τέσσερις στη σειρά στις δύο πλευρές της. Εμοιαζαν με τα τέρματα που βάζαμε κάνοντας σημάδια με μεγάλες πλίνθινες πέτρες στα γηπεδάκια της γειτονιάς. Μια μέρα, όμως, έσπασα ένα κινέζικο βάζο, πάνω σε μια ντρίπλα με το χάρτινο μπαλάκι που χρησιμοποιούσα, τις φορές που μου έκρυβαν το πλαστικό…
Info
«ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ – ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΚΟΡΝΕΡ, ΠΕΝΑΛΤΥ» – ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «Ογδοο»
ΣΕΛ.: 312
*Την έκδοση προλογίζουν δύο κορυφαίοι στο είδος τους, ο Θωμάς Μαύρος και ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
Ειδήσεις σήμερα
Έκθεση στο Μέγαρο Σλήμαν – Μελά: Συνομιλία με τον… χωροχρόνο