Ερχεται δε δώδεκα χρόνια μετά την προηγούμενη αντίστοιχη πανελλαδική έρευνα που είχε διενεργήσει η Metron Analysis το 2010 μετά από ανάθεση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), με θέμα την αναγνωστική συμπεριφορά, με προσωπικές επιτόπιες συνεντεύξεις σε δείγμα 1.502 ατόμων ηλικίας 15 ετών και άνω. Το 2021, ο ΟΣΔΕΛ ανέθεσε επίσης στη Metron Analysis πανελλαδική έρευνα αντίστοιχης θεματικής με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε δείγμα 1.500 ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω, η οποία διήρκεσε ένα χρόνο. Τα αποτελέσματα θα λέγαμε ότι είναι ενθαρρυντικά σε πολλά επίπεδα, καθώς παρατηρείται άνοδος αναγνωσιμότητας βιβλίων. Ωστόσο το ποσοστό έλλειψης χρόνου που μας κάνει να μη διαβάζουμε έχει επίσης ανέβει. Γενικά μέσα στη δεκαετία που πέρασε το προφίλ του πληθυσμού έχει μεταβληθεί ως προς σημαντικές για το βιβλίο παραμέτρους επίδρασης.
Σε επίπεδο αναγνωστικής συμπεριφοράς, το 2010 το 43% είχε διαβάσει κατά το τελευταίο έτος ένα βιβλίο έναντι 34% το 2004, σύμφωνα με αντίστοιχη έρευνα του ΕΚΕΒΙ. Το 2021, το 65% του πληθυσμού δήλωσε ότι διάβασε (με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων και των audiobooks/ebooks) ένα βιβλίο κατά το τελευταίο έτος. Η άνοδος στην αναγνωστική ένταση παρατηρείται και στο μέσο πλήθος βιβλίων που διάβασαν οι αναγνώστες: από 5,8 κατά μέσο όρο το έτος το 2010 σε 8,1 κατά μέσο όρο το έτος το 2021.
Αυξημένο ήταν το ποσοστό γονέων αναγνωστών στα ελληνικά νοικοκυριά (π.χ. το 2010 το 29% των πολιτών έλεγε ότι η μητέρα του διάβαζε βιβλία κατά την παιδική/εφηβική του ηλικία, ποσοστό που το 2021 μετρήθηκε στο 46%).
Επίσης, ενώ το 2010 το διάμεσο πλήθος βιβλίων που υπήρχε στα ελληνικά νοικοκυριά ήταν κατά δήλωση 40, το 2021 είναι κατά δήλωση 90. Επιπρόσθετα, ενώ το 2010 το διάμεσο πλήθος βιβλίων στα παιδικά/εφηβικά χρόνια των ερωτώμενων δηλωνόταν σε μόλις 6, το αντίστοιχο πλήθος για τους ερωτώμενους του 2021 είναι 30. Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται σε άτομα με σπουδές ανώτερης εκπαίδευσης που ανήκουν στη μεσοανώτερη/ανώτερη τάξη. Σχεδόν 1 στους 2 ερωτώμενους είχε στο παιδικό ή/και εφηβικό περιβάλλον του κάποιον εντατικό αναγνώστη (ιδιαίτερα οι άνθρωποι που είναι σήμερα νέοι).
Από την άλλη μεριά, κύριος λόγος μη ανάγνωσης βιβλίου παραμένει η κατά δήλωση έλλειψη χρόνου (39% το 2010 έναντι 51% το 2021) και ακολουθεί η έλλειψη ενδιαφέροντος και διάθεσης για διάβασμα (30% το 2010 έναντι 22% το 2021).
Ενδιαφέρον είναι ότι, αν και πέρασαν έντεκα χρόνια, οι δύο κύριες πηγές ενημέρωσης για θέματα σχετικά με τα βιβλία παραμένουν οι φίλοι και οι συγγενείς (66% το 2010 και 50% το 2021) και οι επισκέψεις στα ίδια τα σημεία πώλησης, τα βιβλιοπωλεία (58% το 2010 και 44% το 2021). Παρατηρείται δηλαδή τόσο η διατήρηση του word of mouth (από στόμα σε στόμα) της συζήτησης ή της ανταλλαγής πληροφοριών και εντυπώσεων σχετικά με τα βιβλία όσο και η τυπική ανάγκη έρευνας αγοράς: να το δω, να το αγγίξω, να περιεργαστώ το προϊόν (βιβλίο) πριν το αγοράσω.
Μία ποιοτική αλλαγή των αναγνωστικών συνηθειών που παρατηρείται είναι ότι, ενώ το 2010 η συχνότερη περίοδος ανάγνωσης κατά τη διάρκεια του έτους ήταν οι διακοπές (44%), το 2021 το 31% αναφέρει ότι διαβάζει βιβλία σχεδόν καθημερινά όταν δεν έχει άλλες ασχολίες και το 22% στις διακοπές.
Η παραπάνω πρακτική μπορεί να συνιστά και αποτέλεσμα της περιόδου της πανδημίας, καθώς σε άλλη ερώτηση της έρευνας του 2021 το 44% των αναγνωστών δηλώνει ότι διάβασε περισσότερα βιβλία κατά την πανδημία έναντι μόλις 11% που λέει ότι διάβασε λιγότερα.
Βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμάται η δυναμική που έχει πλέον το Διαδίκτυο, ειδικά στην περίοδο της πανδημίας. Ενώ το 2010 το επέλεγε ως πηγή ενημέρωσης το 15%, πλέον έχει πολλαπλή επίδραση με τις επισκέψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στους ιστότοπους των βιβλιοπωλείων (32%) και των εκδοτικών οίκων (26%) ή αλλού (40%). Κατανοητό είναι λοιπόν ότι, εάν αθροιστεί η επίδραση των παραπάνω, υπολογίζεται ότι το 58% των αναγνωστών ενημερώνεται από κάποια διαδικτυακή πηγή σχετικά με τα βιβλία και, άρα, το Διαδίκτυο αποτελεί πλέον τον τρίτο βασικό πυλώνα ενημέρωσης μετά τα σημεία πώλησης και τις συζητήσεις με φίλους, συγγενείς και γνωστούς.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Εξι βιβλία το χρόνο
Ο μέσος αναγνώστης αγοράζει περίπου 6 βιβλία το χρόνο (διάμεσος: 4). Ενα στα 4 βιβλία που αγοράζονται προορίζεται για παιδιά (στη δε ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών, 4 στα 10 που αγοράζονται είναι για παιδιά). Επίσης, 3 στα 10 βιβλία που αγοράζονται προορίζονται για δώρα (στην περίπτωση των μη εντατικών αναγνωστών, το 1 στα δύο βιβλία που αγοράζουν είναι για δώρο). Η επιλογή των παιδικών βιβλίων που αγοράζονται γίνεται είτε λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του παιδιού είτε με πρωτοβουλία του αγοραστή.
Κάποιοι αναγνώστες διαβάζουν βιβλία την περίοδο των διακοπών ή των αργιών (ιδιαίτερα οι νέοι) και άλλοι όποτε βρουν την ευκαιρία (ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες). Το διάβασμα βιβλίων είναι κυρίως νυχτερινή υπόθεση, ενώ οι περισσότεροι αναγνώστες προτιμούν να διαβάζουν στο σπίτι τους. Η πανδημία ενίσχυσε την αναγνωστική συμπεριφορά, ιδιαίτερα των νέων και των εντατικών αναγνωστών. Ακόμα 6 στους 10 πολίτες έχουν δανειστεί ένα βιβλίο για να διαβάσουν (κυρίως οι νεαροί αναγνώστες).
Στην κορυφή η αστυνομική λογοτεχνία
Με βάση το είδος των βιβλίων που προτιμούν οι αναγνώστες, τις τρεις πρώτες θέσεις, και στις δύο χρονικές περιόδους, διατηρούν, κατά σειρά, η ελληνική λογοτεχνία, η ξένη λογοτεχνία και η ιστορία. Μόνη διαφορά στην κορυφή των προτιμήσεων είναι η εμφάνιση της αστυνομικής λογοτεχνίας στην τέταρτη θέση το 2021, ενώ δεν καταγραφόταν καν έντεκα χρόνια πριν. Σε ό,τι αφορά τα κανάλια αγοράς βιβλίων, στις δύο πρώτες θέσεις παραμένουν τα φυσικά καταστήματα (κατά σειρά, συνοικιακό βιβλιοπωλείο και αλυσίδα βιβλιοπωλείων), με το Διαδίκτυο όμως να ακολουθεί με ποσοστό 32% (ιστότοποι αλυσίδων) ή 16% (ιστότοποι εκδοτικών οίκων), ενώ το 2010 είχε μόλις 2%. Τέλος, αμετάβλητοι μένουν οι κοινωνικοί παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τη σχέση που διατηρούν τα άτομα με την ανάγνωση.
Η κυριαρχία του Διαδικτύου και η μαγειρική
Ενώ το 2010 το 53% του πληθυσμού γνώριζε μία ξένη γλώσσα, το αντίστοιχο ποσοστό το 2021 είναι 80%. Συγκεκριμένα 8 στους 10 πολίτες μιλάνε τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα∙-η πλειοψηφία, αγγλικά-, ενώ πολλές ξένες γλώσσες γνωρίζουν νεαρές ηλικίες μεσοανώτερης/ανώτερης τάξης. Επίσης, το 2010 το 42% χρησιμοποιούσε το Διαδίκτυο έστω και σπάνια, ενώ το 2021 το 86% σχεδόν του πληθυσμού είναι χρήστης του. Μερικά άλλα παραδείγματα σημαντικών αλλαγών που έχουν επέλθει στα έντεκα αυτά χρόνια είναι η σημαντική άνοδος του ενδιαφέροντος για τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου εντός οικίας, όπως, π.χ., η δημιουργική μαγειρική (από 57% το 2010 σε 77% το 2021).
Περίπου 1 στους 4 πολίτες ασχολείται με κάποια πολιτιστική δραστηριότητα, μουσική, θέατρο κ.λπ. (ιδιαίτερα οι νεαρές ηλικίες), ενώ 3 στους 10 εκκλησιάζονται τακτικά.
Η μέση ημερήσια τηλεθέαση είναι περίπου 3 ώρες (ακόμη μεγαλύτερη στις νοικοκυρές, στις μεγαλύτερες ηλικίες και στην κατώτερη τάξη). Ακόμη, 6 στους 10 πολίτες είναι τακτικοί ακροατές ραδιοφώνου, 1 στους 2 τηλεθεατές (ελεύθερης ή συνδρομητικής τηλεόρασης) και 1 στους 3 αναγνώστες εντύπων (ιδιαίτερα οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας), ενώ 8 στους 10 είναι καθημερινοί χρήστες του Διαδικτύου (4 στους 10 στις ηλικίες άνω των 65 ετών). Το κινητό είναι το κύριο μέσο πρόσβασης στο Διαδίκτυο για όλους (λιγότερο στους χρήστες μεγαλύτερης ηλικίας).
Η συλλογή πληροφοριών είναι ο κύριος λόγος χρήσης του Διαδικτύου, ενώ ακολουθούν τα emails και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (τα οποία μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι από τους πρώτους λόγους χρήσης του Διαδικτύου στις νεότερες ηλικίες). Επίσης, 1 στους 2 πολίτες είναι τακτικός χρήστης των κοινωνικών δικτυών (σχεδόν το 100% των ατόμων νεαρής ηλικίας).