Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Αθήνα, μια μαγική πόλη μεταλλαγμένη
ΑΠΟ ΤΟΝ Γρηγόρη Αζαριάδη
Κατεβαίνω από το μετρό. Σταθμός Μοναστηράκι. Σούρουπο. Μικρές συμμορίες από γκριζόλευκα σύννεφα ταξιδεύουν νωχελικά στον ουρανό. Μπαίνω στα δαιδαλώδη στενά της Πλάκας. Νιώθω ένα υπόγειο ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου. Το νιώθω πάντα όταν χάνομαι στα σοκάκια της πόλης. Τα βήματα αργά, το βλέμμα να περιεργάζεται αδιάφορα τις φανταχτερές προσόψεις των μαγαζιών. Ενα πολύχρωμο πλήθος αργοσέρνεται γύρω μου, σαν να ακολουθεί ένα παράξενο τελετουργικό, λες κι είναι κομπάρσοι σε πλάνο ταινίας κάποιου σπουδαίου σκηνοθέτη. Πίσω από τα αντιαισθητικά τουριστικά μαγαζιά, μπορώ τουλάχιστον να δω παλιά νεοκλασικά, αισθητικά ελκυστικά, πρόσφατα ανακαινισμένα από νεόπλουτους αγοραστές.
Φτάνω μπροστά σε μια πέτρινη εκκλησία. Μπαίνω. Το σκοτάδι κυριαρχεί παντού. Μόνο λίγα κεριά σε ένα μανουάλι φωτίζουν αδύναμα κάποια επιβλητικά πρόσωπα αγίων. Δύο γριές, ζαρωμένες στη γωνία, επικοινωνούν με ένα ακατάληπτο κώδικα. Το βλέμμα τους μου δείχνει ότι δεν ανήκω εκεί. Βγαίνω βιαστικός.
Παίρνω την Αθηνάς. Εδώ όσο το σκοτάδι φαίνεται να κερδίζει τη μάχη απέναντι στο φως, το σκηνικό αλλάζει με ένα σχεδόν μαγικό τρόπο. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στη διάρκεια της μέρας, δείχνουν να αποσύρονται στα παρασκήνια και τη θέση τους παίρνουν τα πλάσματα της νύχτας. Βιτρίνες σκοτεινές, μαγαζιά κλειστά, στις γωνιές των πλαϊνών δρόμων αρχίζει το καθημερινό νταλαβέρι. Δεν βλέπω γύρω αστυνομικούς. Περπατάω αργά. Με προσοχή. Θέλω να γίνω ένα με το σκοτάδι, να αφομοιωθώ. Οχι ότι φοβάμαι. Απλά θέλω να παρακολουθώ αθέατος, να μη χαλάσω την παράσταση. Ενας λιπόσαρκος νεαρός με πλησιάζει. Η πραμάτεια του ανεξάντλητη. Εχει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Τον απωθώ, ευγενικά. Επιμένει. Τον αποφεύγω. Με τραβάει από το χέρι. Τον σπρώχνω. Απομακρύνομαι βιαστικά. Οι παλμοί ανεβαίνουν, λες κι είμαι σε «στρες τεστ».
Στρίβω στο πρώτο στενό. Είναι η τυχερή μου μέρα. Στη γωνία ένα μικρό καφενείο. Με μπόλικη επιείκεια το λες και παραδοσιακό. Παλιά τουλάχιστον θα πρέπει να ήταν. Ενας βαρύ γλυκός θα είναι ό,τι πρέπει. Αντί για τον μεσήλικα επαρχιώτη καφετζή που περιμένω, με υποδέχεται ένας μελαμψός νεαρός με γνήσιο, αφοπλιστικό χαμόγελο. Ισχυρίζεται ότι θα μου φτιάξει «καλός βαρύς γλυκός». Κι ομολογώ ότι είναι πολύ καλός. Ο Αλή μού εξομολογείται ότι έμαθε από τον καλύτερο δάσκαλο, τον κυρ Παναγιώτη, που τον πήρε κοντά του όταν ήρθε από τη χώρα του.
Ανεβαίνω προς το Σύνταγμα. Οδός Ερμού. Εδώ οι βιτρίνες είναι φωτεινές. Μπορεί κάποια μαγαζιά να έκλεισαν στη διάρκεια της κρίσης, αλλά φαίνεται ότι τα δάνεια για μερικούς ήταν πιο εύκολα. Ή, ίσως να τα αγόρασαν κάποιοι πιο επιτήδειοι επαγγελματίες. Τα ψηλά κτίρια μοιάζουν αντιαισθητικά σύγχρονα μνημεία. Η πλατεία φωτισμένη, οι αστυνομικοί που περιπολούν είναι αρκετοί. Είμαστε στο κέντρο της πόλης. Οι τουρίστες που χαζεύουν χαλαροί πρέπει να νιώθουν ασφαλείς. Πάντα όποτε περνάω από δω αισθάνομαι λίγο περίεργα, λες και βρίσκομαι σε άλλη χώρα, λες κι ο τουρίστας είμαι εγώ κι αυτοί που λέω εγώ τουρίστες έχουν καταλάβει τη χώρα μου. Ισως είναι ανόητες σκέψεις, που πρέπει να αποδώσω στην επαναστατική εφηβική μου ηλικία …
Κάθε φορά που περνάω από το κέντρο, νομίζω ότι βλέπω σε μικρογραφία μια τοιχογραφία της σύγχρονης Αθήνας. Αυτή η τρομερή αντίθεση, ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, ανάμεσα στο πλήθος των στερημένων και στους προνομιούχους. Από τη μια μεριά, πολυτελή ξενοδοχεία και ακριβά εμπορικά κέντρα, όλα γεμάτα κόσμο. Και λίγα μέτρα μετά την έξοδο, άνθρωποι που κοιμούνται σε χαρτόκουτα και καταφεύγουν στην επαιτεία σαν έσχατο μέσο επιβίωσης. Μια ισορροπία τρόμου, που αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να διαρκέσει.
Σκέφτομαι ότι η Αθήνα είναι ένας σύγχρονος ναός αφιερωμένος στη Θεά της Μετάλλαξης. Τα παλιά ταβερνάκια μεταλλάσσονται σε μικρά γκουρμέ εστιατόρια και τα παλιά μαγαζιά γκρεμίζονται για να χτιστούν μικρά μπουτίκ ξενοδοχεία. Μόνο τα σουβλατζίδικα μένουν, αλλά κι αυτά με μια νέα μεταλλαγμένη μορφή. Νιώθω πάλι ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είναι ώρα για τη δεύτερη στάση για καφέ. Αυτή τη φορά σε κάποιο καφέ μεγάλης αλυσίδας στο χώρο της εστίασης. Ο καφές απρόσωπος, όπως και η αλυσίδα ιδιοκτήτης. Το χαμόγελο του νεαρού προμελετημένο, καμιά σχέση με του συνομήλικού του Αλή.
Ομόνοια. Χαμηλά φώτα, σκοτεινοί ίσκιοι, νταλαβέρι σε ουσίες και ανθρώπους. Εδώ οι μπίζνες είναι αποδοτικές για πολλούς. Αν μείνεις για πολύ, κινδυνεύεις να σε απορροφήσει το σκοτάδι. Τα ακίνητα προσφέρονται σε ελκυστικές τιμές για έξυπνους επενδυτές. Υποψιάζομαι ότι σε λίγα χρόνια το τοπίο θα αλλάξει δραματικά.
Επόμενη στάση η θρυλική πλατεία. Εξάρχεια. Το λίκνο της επαναστατικής νεότητας. Ο χώρος που φιλοξένησε χαρακτηριστικούς εκπρόσωπους μιας πολύ ιδιαίτερης κουλτούρας. Τώρα αναζητάει μια καινούργια ταυτότητα, καθώς αποτελεί χώρο για φόρο τιμής για τις μικρότερες ηλικίες.
Οσο πλησιάζω, μου επιτίθεται ένα περίεργο νέφος με μια χαρακτηριστική οσμή… Δακρυγόνα. Για το όνομα του Θεού. Τι έγινε πάλι, αναρωτιέμαι. Δεν χρειάζονται και πολλά. Το σκηνικό γνωστό. Κάποιοι τύποι μαζεμένοι, δεν μπορώ να διακρίνω τι ακριβώς είναι, αλλά ό,τι και να είναι προσφέρονται για μια επίθεση από χημικά. Μπορεί να είναι φοιτητές, άνεργοι, μετανάστες… Οτιδήποτε. Βουλώνω τα ρουθούνια μου και βιάζομαι να εξαφανιστώ.
Επιταχύνω το βήμα. Διασχίζω τη λαμπερή πλατεία Κολωνακίου. Μπαίνω σε ένα άγνωστο κόσμο, που στο λεξιλόγιό του ποτέ δεν συμπεριλαμβανόταν η λέξη κρίση. Είναι σα να ζεις κάτω από ένα απομονωμένο θόλο, που απαγορεύει την είσοδο σε οποιοδήποτε μελαγχολικό στοιχείο. Εδώ είναι το βασίλειο της ευημερίας, έστω κι αν είναι τυλιγμένη σε πλαστικό, μάλλον πλαστό, περιτύλιγμα.
Λίγα λεπτά αργότερα, επιστρέφω στο στέκι μου. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Ο Τόλης, ο Πέτρος, ο Πάντσο, ο Μπιζού κάθονται στη μπάρα του «Piquet». Το Johny Walker έχει φτάσει στη μέση, τα μπολ με τα φιστίκια έχουν αδειάσει. Με καλωσορίζουν ζεστά. Τους λέω την περιπέτειά μου, το οδοιπορικό στην Αθήνα. Φυσικά κανείς δεν πιστεύει αυτά που λέω. Γελάνε θορυβωδώς. Θεωρούν την αφήγησή μου αποκύημα της φαντασίας. Η Αθήνα είναι πάντα μια εκπληκτική πόλη. Το πιστεύουν ακράδαντα …