Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Μου λείπει πολύ η γειτονιά μας…
Ζούσα στις υπώρειες του Υμηττού! Σε μια όμορφη γειτονιά, από εκείνες που υπάρχουν ακόμη. Σπίτια ισόγεια, ντυμένα λευκά ή στο χρώμα της ώχρας, κι ανάμεσά τους ένα περιβόλι με μουσμουλιές, πορτοκαλιές και μηλιές. Ενα οικόπεδο χέρσο πιο κει, φιλοξενούσε την ομάδα μας. Ημουν κι εγώ μέλος της. Σύσκεψη κάναμε μυστική κάθε βράδυ κι όλα στη γειτονιά κυλούσαν εξαίσια. Οι συζητήσεις μας; Μόνο για την ευτυχία του κόσμου. Να έχουν όλοι φαγητό κάθε μέρα και τα όνειρά τους να πιάνουν τόπο. Ετσι απλά και μονότονα ωραία!
Ενα φως στο βάθος του ορίζοντα μας οδηγούσε και μας έστελνε μηνύματα. Με μουσικές και ποιημάτων στίχους. Η «Συμφωνία της Χαράς» του Μπετόβεν χάιδευε τη γειτονιά μας και σαν ατέλειωτες φωτεινές κλωστές μάς άγγιζαν στίχοι ποιητών, ιδίως εκείνος του Σεφέρη: «Δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου». Μια μέρα μονάχα ήταν παράταιρη. Σύγκρουση αυτοκινήτων στη γωνία των δρόμων Μνήμης και Νέμεσης. Μήπως γιατί δεν κάναμε σύσκεψη; Κι από τότε δεν παραλείψαμε. Κι όλες οι μέρες κυλούσαν σαν το νερό της διπλανής πηγής. Συντονίζονταν -μα ναι- στη «Συμφωνία της Χαράς» και στων στίχων τη θεσπέσια αίσθηση!
Μου άρεσε να περιπλανιέμαι ανάμεσα στα δέντρα, στα αυτοκίνητα, στους ανθρώπους. Καθόμουν στον κορμό μιας ελιάς και παρατηρούσα τα παιδιά καθώς πήγαιναν σχολείο αγουροξυπνημένα. Εβλεπα εκείνη την καλή γυναίκα με το καρότσι που περνούσε συχνά. «Τι να ’χει μέσα;» σκεφτόμουν. Να μοιράζει φαΐ στους φτωχούς; Να ταΐζει τα ζώα; Να περιφέρει τη σιωπή της μοναξιάς της, που την τόνιζε ο μονότονος ήχος των τροχών του καροτσιού της;
«Τζωρτζή…», άκουγα κάθε μέρα την κυρα-Κάτε, «…να προσέχεις στη δουλειά. Πάρε και το φαΐ σου. Κεφτέδες σου έχω, ντομάτες, ψωμί και φέτα. Μην παίρνεις τα έτοιμα!». Εκείνος, χαμογελαστός πάντα, της έσκαζε ένα φιλί.
Το καφενείο στη γωνία κάθε πρωί έψηνε καφέ για τους γέρους που μαζεύονταν κι όλη η γειτονιά ευωδίαζε.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Ολα αυτά μου άρεσαν. Ηταν μια γειτονιά ευτυχισμένη. Σαν να ’ρχόταν από τα παλιά. Πλησίστια στη χαρά, μα και στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Ησυχη γειτονιά, καλοσυνάτη, που βάδιζε αγκαλιά με το χρόνο σ’ ένα μέλλον αβέβαιο, μα κανέναν δεν ενδιέφερε. «Να περάσει το σήμερα και για αύριο βλέπουμε», άκουσα μια μέρα να λέει, σχεδόν τραγουδώντας, στην απέναντι γωνία, ο ψιλικατζής.
Κάθε μέρα μου χαμογελούσε Εκείνος κι Εκείνη με τα δυο μικρά τους παιδιά. Παίζαμε στη αυλή τους κι ήμουν ευτυχισμένη. Είχαν και δύο σκυλάκια. Παίζαμε κυνηγητό. Στο σπίτι. Στο περιβόλι. Και στο οικόπεδο μέσα. Στους εφτά ουρανούς πετούσα και μιλούσα με τους αγγέλους. Κι ύστερα κατέβαινα στη γη κι έφερνα νέα στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Εκείνο το φως έλαμπε περισσότερο εκείνη τη στιγμή κι όλα ήταν μαγικά.
Μαγεία, σας λέω, στη γειτονιά μας!
Ωσπου… ώσπου μια μέρα μουγκρητά από σιδερένια θηρία, κάποιοι με χαρτιά κι ύστερα με λογής εργαλεία έσκαψαν το οικόπεδο, ξερίζωσαν τα δέντρα στο περιβόλι και στη θέση τους ύψωσαν μια πολυκατοικία που την έβαψαν γκρίζα. Ολα σκορπίστηκαν, κι εγώ μαζί τους. Μπανόβγαιναν στην γκρίζα πολυκατοικία κάτι σκιές που ίσως οι περισσότερες να μην είναι γκρίζες. Μα δεν μας το ’δειξαν… Μονάχα οι πιο μικρές σκιές ήταν πολύχρωμες και χαμογελαστές. Μια κατάμαυρη σκιά ούρλιαζε κι εμείς πήγαμε ακόμα πιο μακριά. Κι όταν ξαναερχόμαστε, μια άλλη σκιά μάς φώναζε άγρια και τρελαινόμουν. Και μας κλοτσούσαν οι σκιές και πετούσαν ό,τι μας έδινε ζωή και χαρά…
Κι εγώ να κάθομαι στην ελιά και να κοιτάζω πέρα, στη γραμμή του ορίζοντα. Και να ονειρεύομαι πολιτείες, όπου όλα τα πλάσματά τους θα ζουν χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Και ν’ ακούω νότες από τη «Συμφωνία της Χαράς»!
Αλλά πια στένεψε ο ορίζοντας και με φέρνει στο τώρα, που μια καλή κυρία, με τα όνειρα στα μάτια, μια μέρα μας έκανε νεύμα να την πλησιάσουμε. Από τότε ζούμε υποφερτά. Ομως με τον τρόμο στα μάτια μας. Ποτέ δεν έρχεται η παλιά ευτυχία, όταν κάτι το ανοίκειο εμφανίζεται. Ολα από την αρχή. Ολα θα αρχίσουν όταν μεγαλώσουν τα παιδιά που παίζαμε στην αυλή τους. Ηταν η ευχή και συνάμα το μήνυμα της τελευταίας μας σύσκεψης. Αλλωστε εκείνο το φως αναβόσβηνε. Σκέφτηκα: τα παιδιά που παίζαμε, με τις μικρές χαμογελαστές σκιές, τα παιδιά τους, με τα δικά μας παιδιά… Και τότε θα ξανανάψει το φως… Πιο λαμπερό, του ονείρου… Και θα ξανάρθει ο στίχος «Δώσ’ μου τα χέρια σου…» κι η «Συμφωνία της Χαράς» θα πλημμυρίσει το σύμπαν.
Ενα δειλινό, που ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τις μακρινές πολυκατοικίες, πέρασε ένα μαύρο αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πέρασε και μια μεγάλη σκιά με ένα τεράστιο σκυλί, παρουσιάστηκε και μια άλλη σκιά, η πιο σκοτεινή, που τελευταία ήρθε στη γειτονιά και άνοιξε ένα πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου…
Ολοι απουσίαζαν εκείνη την ώρα. Δυο-τρεις νότες και μια φωτεινή κλωστή στίχων ξεκίνησε από εκείνο το σημείο του ορίζοντα και κόπηκαν βίαια. Μετά, απόλυτη σιγή…
Τώρα που σας μιλώ θα σκέφτεστε πως είμαι σε μια άλλη γειτονιά, παρέα με άλλα πλάσματα. Ισως, όμως, και παρέα πια μόνιμα με τους αγγέλους στον αστερισμό «Μάτι της Γάτας». Αλλά να το ξέρετε, μου λείπει, μου λείπει πολύ η γειτονιά μας!
Είμαι η Θηναΐς…
Μια μαύρη γάτα με πράσινα μάτια… ήμουν…