Μαζί θα αλλάξει και ο ίδιος ο Ρούλα, όπως και οι μόνιμοι θαμώνες της ταβέρνας του, με όχημα μερικά καλομαγειρεμένα πιάτα από τα χέρια της Αννας. Εκείνη όμως πάσχει από αμνησία και κάποια στιγμή θα τα θυμηθεί πάλι όλα.
Πρόκειται για την ιστορία που αφηγείται η Αγγελική Αντωνίου στη νέα της ταινία με τίτλο «Πράσινη θάλασσα», ταινία που θα κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Τσορτέκης, που ενσαρκώνει τον Ρούλα, απέναντι στην Αγγελική Παπούλια (Αννα), μιλάει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής για τον «πολυτραυματία» Ρούλα, τους εκατομμυριούχους του χρόνου και την τέχνη ως ανάγκη και όχι ως πολυτέλεια.
Τι τύπος είναι ο Ρούλα;
Ο Ρούλα είναι ένας πολυτραυματίας, όπως όλοι. Οι συνθήκες, όπως εξελίχθηκαν από την εφηβική του ζωή και μετά, τον έφεραν σε σημείο να αποδεχθεί τις καταστάσεις ως επιλογές του. Να τις μεταλλάξει ως επιλογές για να μπορεί να επιβιώνει. Εχει ένα μικρό ταβερνάκι σε μια περιοχή χαρακτηρισμένη βιομηχανική και εκεί εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι τύποι, άνθρωποι του μεροκάματου. Είναι ένας τόπος συνάντησης, ξεκούρασης, διαλείμματος, ακόμα και για τον Ρούλα. Είναι μια ρουτίνα που τρέχει με συγκεκριμένους κανόνες. Και ξαφνικά σε αυτήν την καθημερινότητα εισβάλλει ένα πρόσωπο από το πουθενά και αλλάζει όλο το σκηνικό. Λειτουργεί σαν ξενιστής. Παρεισφρέει σε έναν οργανισμό και είναι θέμα του οργανισμού να το δεχθεί ως θετική ή αρνητική επίδραση. Εδώ ο ξενιστής μπολιάζει θετικά και μεταμορφώνει αυτήν τη ρουτίνα.
Ομως, οι αντιδράσεις του Ρούλα είναι απρόβλεπτες…
Οποιοδήποτε καινούργιο δεδομένο διαταράσσει την τρέχουσα ισορροπία εγείρει έναν αμυντικό μηχανισμό και αυτός ο μηχανισμός είναι που σε προλαβαίνει ανεξαρτήτως αντιδράσεων. Ο Ρούλα είναι επιφυλακτικός μέχρι να αναγνωρίσει το περιβάλλον αυτού του νέου ανθρώπου που μπαίνει στη ζωή του. Εκεί έχει δύο επιλογές. Ή θα αφεθεί και θα τρέξει μαζί του ή θα συνεχίσει να είναι επιφυλακτικός, να μην τολμά. Ολο αυτό έχει μέσα του ένα πολύ σημαντικό συστατικό. Αυτό της ανάγκης της φροντίδας. Η ανάγκη του Ρούλα για φροντίδα παραμένει ζωτική, όπως και η ανάγκη των θαμώνων. Αυτός ο άνθρωπος έχει χάσει τα πάντα και ίσως το μόνο που του απομένει είναι το αισθητήριο της γεύσης σε έναν μικρό βαθμό. Ο Ρούλα αρχίζει να συναρμολογείται σε οντότητα από αυτήν τη σχέση. Το παρόν του, ίσως, για κάποιους ανθρώπους να είναι δυσβάστακτο. Η μοναξιά του είναι δυσβάστακτη, αλλά δεν είναι επιλογή του. Είναι βαθιά αισθηματίας με παρελθόν, εμπειρίες, απογοητεύσεις και γοητεύσεις.
Πώς τον φαντάζεσαι μετά το τέλος αυτής της ιστορίας;
Πολύ πιο ήσυχο, ήρεμο και πιο πλήρη. Ακόμα και αν τον δούμε να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση, δεν θα μπορούσες να πεις ότι «ξαναέπεσε» σε αυτήν. Ακόμα και σαν εικόνα να παρέμενε ίδιος, θα ήταν διαφορετικός. Γιατί η κάθε ιστορία που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο τον μπολιάζει και τον διαφοροποιεί έτσι κι αλλιώς.
Θα τον ήθελες για εργοδότη;
Ναι, γιατί είναι άνθρωπος. Ενας πολύ γλυκός άνθρωπος και πάντα θα ήθελα έναν άνθρωπο για εργοδότη. Ο Ρούλα δεν είναι κακός και, κυρίως, δεν είναι κακοπροαίρετος. Δεν το λέω αυτό επειδή τον αγαπώ. Ξέρω ότι αυτά τα στοιχεία του υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Δεν είναι ότι εγώ έψαξα και τα βρήκα. Αυτά είναι εκεί. Και αν εγώ δεν συναντηθώ με αυτά τα στοιχεία, τότε δεν έχει κανένα νόημα να συναντηθώ με φαινομενικά αρνητικές συμπεριφορές που πολύ εύκολα χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο. Ολα είναι στις συνθήκες. Ολα είναι στη στιγμή. Πάντα ξεκινάω με το δεδομένο ότι ο άλλος απέναντί μου έχει καλή ψυχή, ακόμα και όταν αυτή κρύβεται πολύ βαθιά. Η καλή ψυχή του Ρούλα δεν κρύβεται βαθιά. Απλώς, πρέπει να βρεθεί η συγκυρία για να βγει στην επιφάνεια.
Η ταβέρνα του μοιάζει να κινείται σε άλλη εποχή.
Η τεχνολογία έχει επιφέρει κλείσιμο και περιχαράκωμα. Βρήκα τυχαία μερικές κασέτες στα πράγματά μου και έβαλα να τις ακούσω από περιέργεια. Ανάμεσά τους βρήκα μία κασέτα από έναν τηλεφωνητή που είχα στο τηλέφωνο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Συγκινήθηκα με τα μηνύματα που μου άφηναν άνθρωποι και δήλωναν την ανάγκη τους να με ψάξουν όχι με μια αναπάντητη κλήση ή ένα μήνυμα στο κινητό, τότε δεν υπήρχαν. Περπατάω στους δρόμους και βλέπω ότι έχουν μείνει ελάχιστοι τηλεφωνικοί θάλαμοι που λειτουργούν και σκέφτομαι πώς έχει αλλάξει η ζωή μας μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Πως η ταχύτητα έχει παρασύρει τα πάντα, πως το 7ωρο έχει γίνει 17ωρο, πως πλέον δεν υπάρχει χρόνος. Μου έλεγε ένας φίλος ότι ευτυχισμένος είναι ο εκατομμυριούχος του χρόνου. Αυτός που έχει χρόνο. Κάπως έτσι προσπαθώ να διασφαλίζω μια βουτιά στη θάλασσα ή μια βόλτα με τον σκύλο μου. Ο χρόνος είναι δυσεύρετο αντάλλαγμα της καθημερινότητας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr