Δύο μεγάλες προσωπικότητες, που τους συνέδεσε η αγάπη τους για τη μουσική, την οποία υπηρέτησαν με διαφορετικό τρόπο. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε υπήρχε μεταξύ τους μια διαρκής επικοινωνία, άμεση ή έμμεση, που χαρακτηριζόταν από εκτίμηση, θαυμασμό, αλλά και αντιπαλότητα, από συνεργασία, αλλά και πολεμική.
Η διαφορετική αντίληψή τους για τη μουσική έγινε ιδιαίτερα αντιληπτή στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Ο Θεοδωράκης συνέθεσε στο Παρίσι τα πρώτα επτά τραγούδια από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και τα έστειλε στον Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις τα ενορχήστρωσε με τον τρόπο του και τα παρουσίασε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1960 στο ελληνικό κοινό με τη Νάνα Μούσχουρη. Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου ο «Επιτάφιος» στην ενορχήστρωση του Χατζιδάκι θα κυκλοφορήσει σε δίσκο 33½ στροφών από την εταιρία Phillips-Fidelity (διαβάζουμε σχετικά στο βιβλίο του Διαμαντή Μπασαντή «Η Ποίηση στο Ελληνικό Τραγούδι», εκδόσεις «Γαβριηλίδη»). Επιστρέφοντας από το Παρίσι, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ο Θεοδωράκης διαφωνεί εντελώς με την ενορχήστρωση και την εκτέλεση του Χατζιδάκι και ενορχηστρώνει εντελώς διαφορετικά τον «Επιτάφιο». Ο δίσκος, σε 33½ στροφές κι αυτός, θα κυκλοφορήσει δύο μήνες αργότερα από την εταιρία Columbia.
Η πολιτισμική διαφορά των δύο προσεγγίσεων του «Επιταφίου» είχε να κάνει τόσο με τα στοιχεία της προσωπικότητας των δύο δημιουργών όσο και με την πολιτικο-πολιτισμική οπτική τους. Στον Θεοδωράκη βάραιναν το εξωστρεφές ταμπεραμέντο και η έντονη πολιτική αντίληψη. Δύο στοιχεία που ήταν μακριά από τον εσωστρεφή κύκλο αναζητήσεων του Χατζιδάκι. Ο Μάνος χρησιμοποίησε λόγια όργανα στη δική του εκδοχή του «Επιταφίου» και συγκεκριμένα μαντολίνο, ενώ ο Μίκης λαϊκά και συγκεκριμένα μπουζούκι.
Τι έλεγε για τον Χατζιδάκι
«Σχεδόν όλος ο κόσμος μάς ταυτίζει. Τουλάχιστον ως μουσικούς», έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μάνο Χατζιδάκι. «Η αντίθεσή μας ειδικά ως προς τη μουσική υπήρξε ριζική. Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε συμφωνιστής. Εκείνος κατέληξε να ερμηνεύει, και μάλιστα με ένα δικό του μουσικό συγκρότημα, συμφωνικά έργα. Εγώ δεν εμπιστευόμουν την έμπνευση, αλλά εργάσθηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική, εκείνος απολάμβανε τη ζωή του και εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του. Αλλά και σε σχέση με τη λαϊκή μας μουσική -ανεξαρτήτως του αποτελέσματος- οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας ήταν εντελώς αντίθετες. Και νομίζω ότι αντανακλούσαν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας αντιλήψεις. Ισως ο Μάνος να αποδείχθηκε, τελικά, περισσότερο ρεαλιστής απέναντι στην έννοια “λαός” από εμένα, που αμέσως μετά την Κατοχή τον αντιμετώπιζα με έντονη ρομαντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία».
Αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε ότι ο Μάνος Χατζιδάκις της Μεταπολίτευσης είχε αποβάλει τα «αριστοκρατικά του στοιχεία» και επέστρεφε «όλο και πιο πολύ στις εφηβικές του αριστερές ρίζες. Στο τέλος οδηγήθηκε σε μια θαυμαστή ωριμότητα που αντανακλούσε υπευθυνότητα και σοφία. Ετσι, συνέλαβε και εξέφραζε την ουσιαστική προοδευτική ουσία της ιστορικής συγκυρίας. Η εποχή αυτή συνέπεσε με τον καινούργιο του έρωτα: την “Ορχήστρα των Χρωμάτων”, που το μεγάλο πάθος του γι’ αυτήν φοβάμαι ότι τον έκανε συχνά να υποβάλλει τον εαυτό του σε τόσο και τέτοιο άγχος και μόχθο, που τον οδήγησαν σε πρόωρο τέλος».
Η κρυψώνα στον Εμφύλιο και η εισβολή στη «Λυσιστράτη»
Τον καιρό του Εμφυλίου η σχέση των δύο συνθετών ήταν πιο στενή και ο Μάνος είχε φτάσει κάποια στιγμή να προσφέρει καταφύγιο στον Μίκη: «Θυμάμαι τη συζήτησή μας στο καθιστό του Λουμίδη», σημείωνε ο Μίκης, «όταν τα σύννεφα του Εμφυλίου σκέπαζαν τον ουρανό της Ελλάδας και όλοι μας προβληματιζόμαστε για το μέλλον. Ηταν άνοιξη του 1947. Ο Μάνος, αναλύοντας την κατάσταση, λέει: “Το ΕΑΜ έχασε οριστικά τη μάχη. Είναι μάταιο να διακυβεύουμε τη ζωή μας και το ταλέντο μας σε μια χαμένη υπόθεση…”. Oσο κι αν τα γεγονότα ήταν δύσκολα για την Αριστερά, δεν υπήρχε τότε ούτε ένας αριστερός που να πίστευε κάτι τέτοιο. Το ίδιο κι εγώ. Ετσι, όταν βρέθηκα σε λίγο εξόριστος στην Ικαρία, ενθυμούμενος τη συζήτηση αυτή, του έγραφα κι αυτός μου απαντούσε πάντοτε πάνω στο ίδιο πρόβλημα: το μέλλον της πατρίδας μας. Τελικά, ξανασμίξαμε μετά το τέλος του Εμφυλίου. Στο μεταξύ, όταν για ένα διάστημα ήμουν παράνομος το 1948, ο Μάνος φρόντιζε να με κρύβει σε φιλικά του σπίτια, με κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί γι’ αυτό».
Για τη σχέση τους
«Ο Μάνος διέθετε ένα άκρως ευαισθητοποιημένο ένστικτο και εκλεπτυσμένο γούστο που τον βοηθούσαν να ανακαλύπτει την ομορφιά και την αλήθεια όταν οι άλλοι ήταν ακόμη ανυποψίαστοι. Προείχε η φιλική του διάσταση. Αυτή που του προσέδιδε έναν βαθύτατο ανθρώπινο χαρακτήρα στις σχέσεις του. Και ακόμη πιο πολύ νομίζω, το στοιχείο της αγάπης. Για μένα αυτό το τελευταίο ήταν που με γοήτευε και με συγκινούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος Χατζιδάκις, σημαδεμένος από τον αβάσταχτο πόνο της αγάπης, φάνταζε στα μάτια μου δυνατός, αλλά και ευάλωτος. Ετσι, ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεών μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της αγάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγχρόνως. Ημουν γι’ αυτόν σε κάθε δύσκολη στιγμή του ο μεγάλος του αδελφός. Στις προσωπικές μας σχέσεις, μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει. Δεν τον διέκοπτα ποτέ και πάντα συμφωνούσα με τις όποιες ιδέες, σχέδια, οράματά του. Απέπνεε σε κάθε στιγμή αυθεντικότητα, πρωτοτυπία και πολύ συχνά μαγεία. Νομίζω πως ναι, η μαγεία ήταν το αποκαλυπτικό στοιχείο του Χατζιδάκι», έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης, αναφερόμενος στον μεγάλο ομότεχνό του, και κατέληξε: «Ετσι, η αρχή της δεκαετίας του ’50 βρίσκει τον Μάνο σε πλήρη συνθετική ακμή και λάμψη. Η αυτοπεποίθηση που του έδινε η παραδοχή του από την παντοδύναμη τότε αθηναϊκή ιντελιγκέντσια τον ωρίμασε καλλιτεχνικά και τον οδήγησε στη δημιουργία κορυφαίων έργων που έκτοτε σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική μουσική. Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει, τελικά, δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτά γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έμπνευσή μας σε κείμενα μεγάλης αξίας, που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού».
Με το δόρυ
Στην τελευταία του όπερα, τη «Λυσιστράτη», ο Μίκης Θεοδωράκης θέλησε να φιλοξενήσει τον Μάνο Χατζιδάκι, αποδίδοντας έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στον άλλον κορυφαίο Ελληνα συνθέτη. Ο Θεοδωράκης έβαλε τον Χατζιδάκι να εισβάλει αιφνιδιαστικά στο έργο του στην όγδοη σκηνή, όταν ο Αριστοφάνης τραγουδά το δικό του τραγούδι «Ενα μύθο θα σας πω». Ο Χατζιδάκις διαμαρτύρεται έντονα, επειδή ένα δικό του τραγούδι ακούγεται σε μια όπερα του Μίκη Θεοδωράκη! Εμφανίζεται στη σκηνή με αρχαιοελληνική περιβολή, περικεφαλαία, δόρυ και ασπίδα, σαν καρικατούρα αρχαίου πολεμιστή. Φέρνει μαζί του τους χορωδούς, δαφνοστεφανωμένους και ντυμένους στα γιορτινά, και τους επιβάλλει να συνεχίσουν αυτοί το κομμάτι του. Ο Μίκης, καθόλου τυχαία βέβαια, έχει φροντίσει να κρατήσει τις ιδιαιτερότητες του Μάνου στην άρθρωση και στην εμφάνιση. Η διάθεσή του ήταν σαφώς παιγνιώδης κι αυτό εξυπηρετούσε το κωμικό αυτό ιντερμέδιο. Τελειώνοντας το τραγούδι οι χορωδοί απομακρύνονται και τελευταίος αποσύρεται ο Χατζιδάκις σημαδεύοντας πάντα με το δόρυ του τον λογοκλόπο.
Ο Μίκης ήθελε τον Μάνο στο έργο του για να δώσει μια άλλη διάσταση στην πολυθρύλητη μεταξύ τους αντιπαλότητα: «Μετά την απώλεια του Μάνου Χατζιδάκι (1994) αισθάνθηκα ορφανός», έλεγε ο ίδιος ο Μίκης. «Οι αντιπαλότητές μας δεν αφορούσαν εμάς τους δύο. Τηλεφωνιόμασταν κρυφά για να μη χαλάσουμε τη δημόσια εικόνα. O “Μύθος” είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Μάνου, θα ήθελα κι εγώ να το είχα γράψει…». Να σημειώσουμε ότι το τραγούδι αυτό προέρχεται από τη μουσική που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις το 1957 για τη θεατρική παράσταση «Λυσιστράτη», που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο.
Χιούμορ και γέλια
Το 1984 ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσαν δύο συναυλίες στην Κρήτη, την πρώτη μέρα ο Μάνος και τη δεύτερη ο Μίκης. Στην πρώτη συναυλία, ο Χατζιδάκις παρουσίασε το νέο έργο του «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς». Ο Θεοδωράκης βρισκόταν στο ακροατήριο. Oταν τελείωσε η συναυλία, στην καθιερωμένη ταβέρνα, ο Μίκης θέλησε να πειράξει τον Μάνο. «Μα, καλά τι σόι τραγούδι είναι αυτό που πήγες κι έγραψες;», του είπε αυστηρά! «Ποιο;», απάντησε έκπληκτος ο Χατζιδάκις! «Εκείνο εκεί που λέει “πονούν οι ρώγες μου, θα ’χεις τα πόδια σου ανοιχτά κ.λπ.”, συνέχισε ο Μίκης, αναφερόμενος στο τραγούδι «Ερωτική άσκηση για τέσσερις», σε στίχους του Χατζιδάκι. Ο Μάνος δεν μίλησε και περίμενε τη συναυλία της επόμενης μέρας του Θεοδωράκη! Τελείωσε κι εκείνη η συναυλία, ξαναπάνε στην ταβέρνα κι εκεί ο Μάνος λέει του Μίκη: «Τα ανοιχτά πόδια κι οι ρώγες σε πείραξαν, εσύ τραγούδι είναι αυτό που έγραψες;». «Ποιο;», ρωτάει ο Μίκης, το ίδιο έκπληκτος όσο και ο Μάνος την προηγούμενη φορά. «Ε, δεν ξέρεις», συνεχίζει ο Χατζιδάκις, «αυτό που λέει “Να τη πετιέται από ψηλά κι αγριεύει και θεριεύει κ.λπ.”, προκαλώντας μεγάλα γέλια σε όλους όσοι ήταν εκεί.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ELEFTHEROSTYPOS.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
Ειδήσεις σήμερα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr
Ακολουθήστε το EleftherosTypos.gr σε Instagram, Facebook και Twitter