Τα διηγήματα θα σας κρατήσουν συντροφιά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΧΕΡΙ
Εμαθε ότι πήρε το βραβείο Τέρνερ της Γκαλερί Τέιτ για το γλυπτό της με τίτλο «Το Τρίτο Χέρι» από το ραδιόφωνο. Χάρηκε διπλά γιατί έπαιρνε και είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες. «Μ’ αυτά τα λεφτά θα φτιάξω μεγαλύτερη μπετονιέρα στο ατελιέ μου», είπε στην αδελφή της που τηλεφώνησε από Αμερική να τη συγχαρεί.
Τις επόμενες μέρες αμέτρητα τηλεφωνήματα. Σε όλους έλεγε ακριβώς τα ίδια: «Λυπάμαι, το έργο είναι πάνω από έναν τόνο, δεν μετακινείται».
Τελικά η Τέιτ οργάνωσε επίσκεψη στο χωριό της, κάπου έξω απ’ το Στίλτον, ώστε δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και κοινό να δουν το βραβευμένο έργο. Ενα χέρι ξεφύτρωνε απ’ το στέρνο, με την παλάμη να συνθλίβει το πρόσωπο του γλυπτού. Δεν εξήγησε τι σήμαινε, γιατί δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε πώς έφτιαξε αυτό το γιγάντιο στρεβλό σώμα με το φονικό χέρι. Υπέγραψε και άδεια αντιγραφής του σε μινιατούρα, για να πωλείται στην γκαλερί και ξαναχάρηκε γιατί θα είχε μερίδιο στις πωλήσεις. Το μυαλό της στη δεύτερη μπετονιέρα. Μόλις πήρε τα χρήματα κανόνισε τους μαστόρους για την εγκατάστασή της. Σε όλες τις συνεντεύξεις αναφερόταν στην επόμενη έκθεσή της σαν να είχε έτοιμα έργα.
Η μπετονιέρα στημένη, όμως αντί να πιάσει τη γλυπτική, δούλευε στο κτήμα της. Η φύση ήταν πάντα η έμπνευσή της κι ας μην έπειθε κανέναν που παράτησε τη θέση της στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ, για να εγκατασταθεί στο πουθενά. Εκείνη ήξερε ότι η διδασκαλία -όσο κι αν ήταν συναρπαστική, βλέποντας νέους να εξελίσσουν την τέχνη τους- της αφαιρούσε χρόνο οραματισμού και δημιουργίας.
Μόλις πληροφορήθηκε ότι ένας γνωστός της ζωγράφος πουλούσε δέκα στρέμματα με σπίτι και χωριστό ατελιέ, του τηλεφώνησε λέγοντας: «Το αγοράζω, δεν χρειάζεται να το δω». Το ατελιέ τετρακόσια τετραγωνικά, με δώδεκα μέτρα ύψος και τζαμαρίες που έβλεπαν στα δέντρα. Το σπίτι εβδομήντα, έφτανε να φιλοξενήσει μαθητές ή φίλους της που ήθελαν ησυχία.
Μετά τη βράβευση κάτι έπαθε. Λες κι ένιωσε την υποχρέωση να δημιουργήσει γλυπτά καλύτερα απ’ το γίγαντα, λες και το τρίτο χέρι κόλλησε στο δικό της πρόσωπο ρουφώντας κάθε της έμπνευση, πηγαινοερχόταν έξι μήνες στο ατελιέ άπραγη κι ανόρεχτη.
Απρίλη, που σταμάτησαν οι βροχές, έφερε εργάτες να ξεχορταριάσουν και να κλαδέψουν. Στη βδομάδα πάνω είχαν τελειώσει κι έμεινε μόνη της μ’ έναν μεσήλικα Αφγανό που δεν μιλούσε αγγλικά και δεν είχε πού να μείνει μέχρι να του δώσει σπίτι η Πρόνοια. Με παντομίμα του πρότεινε να κοιμάται στο ατελιέ της – είχε θέρμανση, κρεβάτι και μπάνιο. Ο Ραφίκ δέχτηκε με ευγνωμοσύνη, ήταν ολομόναχος στην Αγγλία. Του αγόρασε ρούχα και παπούτσια.
Τον συναντούσε το πρωί στο ατελιέ, έπιναν καφέ, του μιλούσε στα αγγλικά για το μπλοκάρισμά της κι εκείνος έλεγε τα δικά του στα παστού. Πάντως ήταν και οι δυο πιο κεφάτοι μετά. Ο Ραφίκ έφτιαχνε λαχανόκηπο κι εκείνη έκανε βόλτες στο Στίλτον, εκτός απ’ τα Σάββατα που έπαιρνε το φορτηγάκι της για προμήθειες. Το βράδυ έτρωγαν πάντα μαζί στο σπίτι της.
Τέλη Μάη, μπαίνοντας πρωί στο ατελιέ, δεν βρήκε τον Ραφίκ ντυμένο και πλυμένο. Ηταν ακόμα στο κρεβάτι. Πλησίασε και παρατήρησε το πρόσωπό του. Χαμογελούσε. Κατακίτρινος. Κατάλαβε. Πήγε να βγει για να τηλεφωνήσει σε νοσοκομειακό και στην αστυνομία απ’ το σπίτι της. Σταμάτησε. Ξαναμπήκε. Αυτό το χαμόγελο. Ηξερε ότι ήταν «νεκρική ακαμψία», όμως στο μυαλό της ο Ραφίκ χαμογελούσε για να την παροτρύνει.
«Εντάξει, φίλε μου, δεν θα πεθάνεις ποτέ», είπε δυνατά και τον έσυρε απ’ το κρεβάτι στην άλλη άκρη του εργαστηρίου κάτω απ’ το σωλήνα της μπετονιέρας.
Εφτιαξε το μίγμα. Τον τράβηξε στο βάθρο. Τον έγδυσε. Τον άφησε πλαγιασμένο. Παρατήρησε το αποστεωμένο του σώμα, τα διάφανα πλευρά του, τα συρρικνωμένα γεννητικά του όργανα, τα μακριά άκρα του. «Οι τέλειες δυσαναλογίες, φίλε μου», είπε πατώντας το κουμπί της μπετονιέρας που ξέχυνε το μίγμα πάνω του.
Μόλις τον κάλυψε ολόκληρο, απομακρύνθηκε να δει τι βγήκε. «Οχι, παραείσαι ανθρώπινος», μουρμούρισε και ξανάβαλε μπρος το μηχάνημα, κατευθύνοντας το σωλήνα. Ξανά παρατήρηση από μακριά να ελέγξει το αποτέλεσμα. «Τώρα πείθεις», είπε τρυφερά, έκλεισε το ατελιέ και πήγε για ψώνια με το φορτηγάκι στο Στίλτον.
Το βράδυ ξαναμπήκε στο ατελιέ να δει πώς στεγνώνει το γλυπτό. Είχε δημιουργηθεί καμπούρα στην πλάτη και το δεξί πόδι έγινε ακόμα πιο μακρύ.
Σε δύο μήνες βγήκαν άλλα πέντε αγάλματα από τσιμέντο. Η τοπική εφημερίδα έγραψε στα ψιλά ότι αγνοούνται τρεις αλκοολικοί και δύο ναρκομανείς.
Εκείνη τη χρονιά η «Τέιτ» έκανε ομαδική έκθεση εικαστικών στο Εδιμβούργο. Πήραν με γερανό τα πακεταρισμένα γλυπτά της. Ολοι μιλούσαν γι’ αυτά πριν καν τα δουν. «Εκφράζουν τις υπόγειες πληγές της ανθρωπότητας», έγραψε στο φυλλάδιο ο επιμελητής της έκθεσης.
Πήγε κι εκείνη. Φωτογραφήθηκε μπροστά στα έργα της. Το ένα της χέρι στην καμπούρα του φίλου της, του Ραφίκ. Παντού αστυνομία μήπως εμφανιστεί κανένας βάνδαλος με σφυρί.
Την τελευταία μέρα, επιβλέποντας το πακετάρισμα, είδε το ράγισμα. Στο τέλος της καμπούρας προς το γοφό του Ραφίκ. Ηταν ζήτημα χρόνου να σπάσουν όλα. Υπέμεινε τους αποχαιρετισμούς και τις φωτογραφίσεις. Δεν πήγε στο δείπνο.
Ξημερώματα παρκάρισε στο κτήμα. Μπήκε στο ατελιέ. Εφτιαξε πυκνότερο μίγμα. Κάθισε οκλαδόν στο βάθρο. Το τρίτο χέρι πάτησε το κουμπί της μπετονιέρας.
WHO IS WHO Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Στην Ελλάδα σπούδασε θέατρο (Κάρολος Κουν) και μετάφραση (British Council) ενώ παράλληλα δούλευε στη διαφήμιση και τον κινηματογράφο. Στην Αγγλία έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εγκληματολογία (Bradford) και αργότερα στη Λογοτεχνία (Lancaster) με ειδίκευση στο editing και τη δημιουργική γραφή. Εχει εκδώσει έξι μυθιστορήματα (εκδόσεις Δελφίνι, Ωκεανίδα, Ελληνικά Γράμματα, Κέδρος, Ψυχογιός).
Διηγήματα και ποιήματά της κυκλοφορούν σε εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά. Παράλληλα, έχει μεταφράσει περίπου 100 βιβλία. Εργάζεται ως editor και διδάσκει λογοτεχνία.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr