Ο Ελεύθερος Τύπος από φέτος το καλοκαίρι καινοτομεί και για πρώτη φορά φιλοξενεί ανέκδοτα διηγήματα γνωστών και καταξιωμένων Ελλήνων συγγραφέων που γράφτηκαν ειδικά για το αφιέρωμά μας στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.
Τα διηγήματα θα σας κρατήσουν συντροφιά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Μια καλοκαιριάτικη νύχτα
Δεκαπενταύγουστος κοντά, είχαν φύγει και τ’ αδέσποτα από την Αθήνα. Τα φανάρια στις διασταυρώσεις της Αλεξάνδρας μετρούσαν άδειο χρόνο. Η νύχτα κυλούσε ζεστή και υγρή.
Η συνεδρίαση στο γραφείο του Στεργίου, στο Κέντρο Αδυνατίσματος, απέναντι από την κλινική, είχε κρατήσει δύο ώρες. Ο λογιστής, με τους φακέλους κάτω από τη μασχάλη, βγήκε τελευταίος κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Η διαιτολόγος, μια λαχταριστή τριαντάρα, στο γραφείο της ήδη, έβγαλε την ιατρική ρόμπα, διόρθωσε τα μαλλιά, έβαλε κραγιόν μπροστά στο τζάμι, πήρε την τσάντα, έσβησε το φως και βγήκε στο διάδρομο. Ο ψυχολόγος, στο διπλανό γραφείο, έκλεισε το κομπιούτερ κι έφυγε κρατώντας μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι. Εσβησαν τα φώτα στο λογιστήριο και στη ρεσεψιόν.
Μόνο στου Στεργίου είχε ακόμη φως. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Κατέβασε το ακουστικό. Τινάχτηκε προς τα πίσω κι έπεσε με τα μούτρα στους φακέλους επάνω στο γραφείο. Τους μούσκεψε το αίμα του.
Είδε το ράγισμα από την τρύπα της σφαίρας στο τζάμι της μπαλκονόπορτας να απλώνεται σαν ιστός αράχνης. Κοντά στο κούφωμα, είκοσι πόντους πάνω από τα κάγκελα του μπαλκονιού.
Επεσαν τα κιάλια από τα χέρια της. Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Πήρε βαθιές ανάσες να καταλαγιάσει η τάση εμετού. Χτύπησε το κουδούνι να έρθει η νοσοκόμα. Τον πυροβόλησαν, θα έλεγε. Τώρα δα. Μπροστά στα μάτια μου. Ο δολοφόνος πρέπει να βρίσκεται σε κάποια ταράτσα. Απέναντι. Ισως εδώ, στην ταράτσα της κλινικής. Μπορεί να φύγει απαρατήρητος. Από την είσοδο των ασθενοφόρων που φέρνουν τα επείγοντα, θα της έλεγε. Κουτρουβάλησαν οι σκέψεις. Ξέσκισαν την ανακουφιστική ζάλη. Μπερδεύτηκαν. Ισως δεν έπρεπε να τη φωνάξει. Ομως ήταν ήδη αργά.
Ο παρατεταμένος συριστικός ήχος έσχισε τη σιωπή στους διαδρόμους της κλινικής.
«Τι είναι καλή μου;», πλησίασε στο κρεβάτι η βραδινή νοσοκόμα αποπνέοντας αντισηπτικό.
Η καλοβαλμένη, αδύνατη γυναίκα, αναμαλιασμένη και χλομή, με μπλε μεταξωτή ρόμπα στους ώμους, έδειχνε το παράθυρο.
«Σ’ ενοχλούν τα φώτα του δρόμου, ε;», έκλεισε τις κουρτίνες η νοσοκόμα.
Βυθίστηκε το δωμάτιο στο σκοτάδι.
Βόγγηξε γλιστρώντας στο κρεβάτι. Η μυρωδιά του αντισηπτικού δυνάμωσε την αναγούλα. Ξεροκατάπιε.
«Πονάς;», την αφουγκράστηκε η νοσοκόμα. «Θα φέρω το παυσίπονο. Λίγη υπομονή, καλή μου», βγήκε στο διάδρομο.
Ηταν σίγουρη πως η διαιτολόγος θα περίμενε τον Στεργίου στο γκαράζ. Να φύγουν μαζί. Το χαμόγελο έγινε μορφασμός πόνου από μια σουβλιά στη σπασμένη κνήμη.
Το φως που άναψε στο δωμάτιο διέκοψε τις σκέψεις. Η νοσοκόμα στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι κι έχωσε τη βελόνα στον ορό που κρεμόταν από πάνω.
«Τώρα θα κοιμηθείς μια χαρούλα», ψιθύρισε παρηγορητικά κι έφυγε σβήνοντας το φως.
Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Επρεπε να σκεφτεί. Να ετοιμάσει τα λόγια.
Σκόρπιες λέξεις στροβιλίζονταν στον βαρύ αέρα της ιδιωτικής κλινικής. Εχαναν το νόημά τους. Βυθίζονταν στο σκοτάδι. Ανάβλυζαν άλλες. Διαλύονταν.
Την ξύπνησε η πρωινή νοσοκόμα. Την τακτοποίησε στο κρεβάτι και σε δυο λεπτά ακολούθησε ο γιατρός. Ηταν ιδιαίτερα περιποιητικός. Τρυφερός. Ολα πήγαιναν καλά. Θα την έπαιρναν σε λίγο για μια τελευταία ακτινογραφία. Αν τα πράγματα ήταν όπως φανταζόταν θα γυρνούσε στο σπίτι της πολύ σύντομα, την καθησύχασε, κι έφυγε χαμογελώντας.
Εφαγε με όρεξη το πρωινό που έφερε η βοηθητική και πήρε το βιβλίο από το κομοδίνο.
Ενας άγνωστος στάθηκε στην πόρτα. Ψηλός αξύριστος. Χτύπησε διακριτικά.
Σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο.
«Μπορώ να σας ενοχλήσω για λίγο, κυρία μου;».
«Παρακαλώ», τον κοίταξε με απορία και του έδειξε την καρέκλα διαγωνίως απέναντι.
Δύο τραυματιοφορείς μπήκαν στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή.
«Θα σας πάμε κάτω για την ακτινογραφία», τη μετέφεραν επιδέξια στο φορείο που είχαν φέρει.
Καθώς το κυλούσαν στο διάδρομο κοίταξε τον άγνωστο που βημάτιζε δίπλα της.
«Θα περιμένω», απάντησε στο βλέμμα της και κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες στο χώρο αναμονής.
Καθώς έσπρωχναν το φορείο στο ασανσέρ ό νους της πήγε στον άνδρα της.
Είχε περάσει χθες το μεσημέρι. Δεν θα ερχόταν το βράδυ, είπε, γιατί είχε πολλή δουλειά. Να τακτοποιήσει τα χαρτιά, ώστε σε περίπτωση ελέγχου… Απείλησε να τους καταγγείλει εκείνη η υστερική λογίστρια. Φυσικά το Κέντρο Αδυνατίσματος λειτουργούσε άψογα. Τον ανησυχούσε λίγο ότι εισήγαγαν τα συμπληρώματα διατροφής από τη Βομβάη ως ελβετικά. Βέβαια, η διαδικασία ήταν νόμιμη. Εφόσον συσκευάζονταν στη Γενεύη. Απλώς παρέκαμπταν τον ΕΟΦ. Πάντως είχαν αποδειχθεί πραγματικό χρυσωρυχείο.
Αν ανησυχούσε και στο ελάχιστο ας υπέγραφε τα χαρτιά της μεταβίβασης. Ορίστε, τα είχε φέρει. Μια υπογραφή και το όνομά της δεν θα φαινόταν πουθενά. Καλύτερα έτσι. Αυτός μόνον θα είχε την ευθύνη, αν…
Ο ακτινολόγος έβγαλε το νάρθηκα και τέντωσε προσεκτικά το πόδι. «Πάμε πολύ καλά», τη διαβεβαίωσε καθώς τη μετέφεραν στο φορείο.
Δεν την ανησυχούσε ο έλεγχος. Ακόμη κι αν έφτανε μια εκδικητική γραμματεύς στα δικαστήρια, τι θα έλεγε; Με παρέσυρε και με παράτησε, όπως πολλές άλλες και γι’ αυτό είναι απατεώνας. Εδώ και χρόνια δεν τη βασάνιζαν οι απιστίες του. Ενα μόνο…
Στο δωμάτιο την περίμενε ο νεαρός.
«Υπαστυνόμος Αργυρίου. Πρέπει να σας κάνω μερικές ερωτήσεις», κάθισε στην καρέκλα απέναντι. Εκεί που καθόταν ο άνδρας της στις σύντομες επισκέψεις του.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχη.
Ο άνδρας της είχε πέσει θύμα δολοφονίας, της είπε. Μαλακά. Ευγενικά. Είχε αντιληφθεί τίποτα; Υποψιαζόταν κάτι;
Τον κοίταζε μαρμαρωμένη. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια. Δεν το κατάλαβε. Ούτε το ουρλιαχτό που ξέφυγε από τα χείλη.
Εσκυψε από πάνω της ανήσυχος.
«Λίγο νερό, σας παρακαλώ», ψέλλισε.
Ηπιε μια γουλιά. Σκούπισε τα μάτια, σταθεροποίησε τη φωνή. Αγέρωχη, επιβλητική, αποφασιστική. Αυτή ήταν η γοητεία της άλλωστε.
«…Ερχόταν όποτε είχε χρόνο. Γι’ αυτό ήρθα σ’ αυτή την κλινική όταν έσπασα το πόδι μου. Είναι απέναντι στο Κέντρο, βλέπετε. Το σπίτι μας είναι μακριά. Στην Κηφισιά. Ο Αλέξανδρος επέμενε», σκάλωσε η φωνή.
«Νομίζουμε ότι ήταν εκτέλεση. Συμβόλαιο θανάτου. Είχε εχθρούς ο άνδρας σας, κυρία Στεργίου;».
Ενα μόνο δεν μπορούσε να του συγχωρήσει. Οτι προσπάθησε να την κοροϊδέψει. Σαν να ήταν μια από τις φιλενάδες του. Ο ανόητος. Τώρα η επιχείρηση θα περνούσε εξ ολοκλήρου στα χέρια της.
«Οχι».
WHO IS WHO Aννα Ιορδανίδου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Aγγλική Φιλολογία στο Aριστοτέλειο, Aγγλο-Iρλανδική στο Trinity, στο Δουβλίνο, και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, όπου και έκανε διδακτορική διατριβή. Eργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων και στο TEI Πειραιά. Εγραψε ένα βιβλίο οικονομικού περιεχομένου, μία μελέτη για το νέο ελληνικό παραμύθι, παραμύθια και τα αστυνομικά: «Σαμπουάν και Ρίμελ», εκδ. Το Λαϊκό Τραγούδι, «Τραμ Καφέ και Φόνοι», εκδ. Αιγαίο, και «Μασκες και Σερπαντίνες», εκδ. Καστανιώτη. Εγραψε αστυνομικά διηγήματα και θεωρητικά κείμενα για την αστυνομική λογοτεχνία στο περιοδικό Πολάρ. Είναι μέλος της ΕΛΣΑΛ.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr