Παράλληλα με αυτά υπάρχει ατμόσφαιρα κατάνυξης για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, ενώ τις εφημερίδες, ιδίως τις προπολεμικές, κοσμούν εορταστικά πρωτοσέλιδα με πίνακες και σκίτσα στο κλίμα των ημερών και στίχους ποιητών.
Η νεοελληνική ποίηση υμνεί τη Γέννηση του Θεανθρώπου με ταπεινότητα και κατάνυξη, με τους σημαντικότερούς μας ποιητές να εμπνέονται από το ουσιαστικότερο νόημα των ημερών.
Ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα του 1892 «Στο Χριστό στο Κάστρο» υμνεί τη Γέννηση σε ένα από τα ελάχιστα ποιήματά του, με στίχους που ταυτίζονται με την ασκητική μορφή του.
Χατζής - Σαββιδάκης: Τραγουδούν τους μεγάλους συνθέτες από 23 Νοεμβρίου
Με χρόνους με καιρούς και ήμισυ καιρού,
κάποιος αμαθής, αμαρτωλός, χυδαίος,
καμία γυναίκα του λαού πτωχή
σ’ ενθυμείται κι έρχεται να σου φέρ’
όχι χρυσόν, αλλά ολίγο λιβάνι,
ένα κερί, κι ολίγο λάδι στην μποτίλια
σ’ εσέ που είσαι όλων ο δοτήρ.
Ο ποιητής, δημοσιογράφος και ένας εκ των πρωτοπόρων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής Γεώργιος Δροσίνης παρουσιάζει με περισσότερο λυρικό τρόπο το 1935 τη «Νύχτα Χριστουγέννων».
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη τους
τ’ άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα,
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόματα
στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με τη φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
-ποιος δεν το ξέρει;-
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει τ’ αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο «Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε» θεωρεί την ποίηση ως θείο δώρο που πρέπει να επιστρέψει στον «αποστολέα» της, όταν η πλημμυρισμένη από αγάπη καρδιά γίνει μια φάτνη για να ξαναγεννηθεί ο Χριστός.
Ομως, δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]